Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Πρόκειται για επί τα χείρω αλλαγή του γνωστού, εμβληματικού συνδικαλιστικού νόμου που ψηφίστηκε το 1982, 1264 και συγκεκριμένα του άρθρου 8, όχι όμως για το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά για τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα σωματεία δηλαδή εργαζομένων ανά επιχείρηση.Η διάταξη προβλέπει την αύξηση της απαιτούμενης απαρτίας για την λήψη απόφασης απεργιακών κινητοποιήσεων, στο 50 +1% του ποσοστού των εγγεγραμμένων μελών ενός σωματείου. Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους πως η αλλαγή θα φέρει τροποποιήσεις και στις υπόλοιπες οργανώσεις, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, με αποτέλεσμα η κήρυξη απεργιών να γίνει δυσκολότερη. Τι ίσχυε μέχρι σήμερα: ελλείψει απαρτίας,ήταν αρκετή, η παρουσία του ενός πέμπτου (1/5) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Οι αποφάσεις της Συνέλευσης, λαμβάνονταν με σχετική πλειοψηφία των παρόντων.
Τι αλλάζει: Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι για να λάβει απόφαση η συνέλευση των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση, συγκαλείται νέα συνέλευση μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε (15) μέρες, κατά την οποία απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τετάρτου (1/4) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Εάν δεν υπάρξει απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση, συγκαλείται μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε (15) μέρες τρίτη, κατά την οποία είναι αρκετή η παρουσία του ενός πέμπτου (1/5) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Απαγορεύεται η συμμετοχή στις Συνελεύσεις και στις ψηφοφορίες με οποιουδήποτε είδους εξουσιοδότηση.
Η Γενική Συνέλευση αποφασίζει πάντοτε με ψηφοφορία, ποτέ όμως δια βοής. Είναι μυστική κάθε ψηφοφορία που αναφέρεται σε εκλογές διοικητικού συμβουλίου, ελεγκτικής και εφορευτικής επιτροπής και αντιπροσώπων σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια οργάνωση, επιλογή δευτεροβάθμιας οργάνωσης για αντιπροσώπευση στην τριτοβάθμια, θέματα εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση, έγκριση λογοδοσίας, προσωπικά ζητήματα και κήρυξη απεργίας. Οι αποφάσεις της Συνέλευσης, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, λαμβάνονται με σχετική πλειοψηφία των παρόντων.
Σε κάθε άλλη περίπτωση μυστικής ψηφοφορίας, αν για την απαρτία της Συνέλευσης είναι αρκετή η παρουσία ως και του ενός τετάρτου (1/4) των μελών, είναι δε παρόντα τόσα μέλη όσα να καλύπτουν τον ελάχιστο αυτόν αριθμό, απαιτείται πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) των παρόντων.
Απόφαση Συνέλευσης μπορεί να ακυρωθεί, αν στη Συνέλευση παραβρέθηκαν πρόσωπα που δεν ήταν μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης και η παρουσία τους μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Αίτηση για την αναγνώριση ακυρότητας απόφασης Συνέλευσης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της Συνέλευσης στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας που εδρεύει η συνδικαλιστική οργάνωση. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις από το 1/50 τουλάχιστον των οικονομικά τακτοποιημένων μελών και για τις λοιπές αποκλειστικά από οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση που μετέχει, οικονομικά τακτοποιημένη, κατά τη συζήτηση της αίτησης. Η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι δυνατό να εκκληθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοσή της.
Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους ότι το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας, δεν θα μπορεί να ασκηθεί, καθώς η κήρυξη απεργιών καθίσταται δυσκολότερη με το νέο νόμο.
Το άρθρο 23§1 του Συντάγματος προβλέπει εμμέσως την προστασία του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας ως συνιστώσα της συνδικαλιστικής ελευθερίας ως εξής : «το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου» με σκοπό τη διασφάλιση και την προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων3. Ρητά γίνεται λόγος για την προστασία του εν λόγω δικαιώματος στην ακόλουθη παράγραφο(23§2) του συγκεκριμένου άρθρου όπου και επισημαίνεται ότι «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων». Σε συνταγματικό επίπεδο, το συνδικαλιστικό δικαίωμα («συνδικαλίζεσθαι»), κατάκτηση μακροχρόνιων αγώνων των εργαζομένων συνιστά την αντίπαλη «εξουσία» που ισοσταθμίζει εκείνη του εργοδότη-επιχειρηματία, η οποία εκπορεύεται από το δικαίωμα του τελευταίου στα μέσα παραγωγής. Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι ένα ατομικό δικαίωμα το οποίο αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργατικών και οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων και πραγματώνεται μέσω της συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης και του αναμφισβήτητου δικαιώματος της ιδρύσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι δύο θεμελιακές, αξιολογικές συνιστώσες που προσδιορίζουν τον σκληρό πυρήνα του συνδικαλιστικού δικαιώματος και αποτελούν τους μοχλούς πίεσης επί των εξουσιών του εργοδότη είναι η συνδικαλιστική αυτονομία (ή κατά το κοινώς λεγόμενο «η σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας») και οι εργατικοί αγώνες (απεργία).
Η απεργία ως μία από τις κύριες μορφές συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα τόσο στα πλαίσια της συνδικαλιστικής ελευθερίας όσο και ως αυτοτελές δικαίωμα.Αποσκοπεί στην προαγωγή και διασφάλιση οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων.