Η μόνη εγγύηση που χρειάζεται για τον κυπριακό λαό είναι η ίδια η λύση, δήλωσε με το πέρας των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο Αλέξης Τσίπρας. Ο Πρωθυπουργός συζήτησε το κρίσιμο αυτό θέμα για τη χώρα μας με την Τερέζα Μέι, με την Άγκελα Μέρκελ καθώς και τον Φρανσουά Ολάντ.
Όπως ανέφερε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, “συζήτησα το θέμα με τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και την Αγκελα Μέρκελ, όπου βρήκα την απόλυτη κατανόηση”, ενώ τόνισε πως “δεν νοείται βιώσιμη λύση που προβλέπει την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί”.
“Στο ζήτημα που αφορά την Ελλάδα, δηλαδή των εγγυήσεων, διότι τα υπόλοιπα αφορούν την ίδια την Κύπρο και εκεί στηρίζουμε μεν την κυπριακή Κυβέρνηση αλλά δεν παρεμβαίνουμε, έχουμε να πούμε ότι το πλαίσιο των εγγυήσεων είναι αναχρονιστικό και πρέπει να καταργηθεί”, είπε ο Α.Τσίπρας, απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ.
Θετική συζήτηση για Κυπριακό και με τη Μέι
Είπε ακόμη ότι είχε μια θετική συζήτηση με τη Βρετανίδα Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, η οποία του επεσήμανε ότι “δεν θα αξιώσει η Βρετανία εγγυήσεις αν οι άλλες δυνάμεις δεν θέσουν θέμα εγγυήσεων”. Η Ελλάδα δεν θα θέσει θέμα εγγυήσεων η ίδια, είπε ο Πρωθυπουργός, συμπλήρωσε όμως “ότι τώρα, τελευταία με τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου, δεν είμαστε σίγουροι ότι δημιουργείται κλίμα για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος”.
Προσφυγικό: “Οι συμφωνίες να τηρούνται από όλους και όχι από τους πιο αδύναμους”
Σε σχέση με την ίδια τη Σύνοδο, για αντίθεση ανάμεσα στις χώρες που επιδιώκουν τη συναίνεση και την αλληλεγγύη στο προσφυγικό και σε αυτές που δεν ενδιαφέρονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, έκανε λόγο ο Έλληνας Πρωθυπουργός.
Ο Πρωθυπουργός δήλωσε πως είπε στους ομολόγους του πως “οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται από όλους και όχι από τους πιο αδύναμους” και πως “είναι απαράδεκτο να έχουν έρθει μόνο 32 ειδικοί ασύλου στα νησιά, έναντι εκατοντάδων”, όπως τα κράτη μέλη είχαν υποσχεθεί. “Είναι απαράδεκτο να έχουμε συμφωνήσει σε 66.000 θέσεις μετεγκατάστασης και να έχουν δημιουργηθεί 5200”, τόνισε και συμπλήρωσε: “είναι απαράδεκτο να έχουμε συμφωνήσει σε αναθεώρηση της συνθήκης του Δουβλίνου και να έρχονται και να προτείνουν εδώ κάποιοι ένα πιο άδικο σύστημα”.
Ωστόσο, ο Α.Τσίπρας δήλωσε ικανοποιημένος από το κείμενο των συμπερασμάτων, το οποίο όπως είπε “αντανακλά τις ελληνικές απόψεις”. “Δεν πήραμε την απόφαση να σφραγίσουμε τις προσφυγικές ροές, αλλά να χτυπήσουμε τους διακινητές και να αντικαταστήσουμε τις παράνομες ροές με νόμιμες”, είπε.
Επέμεινε μάλιστα στο ζήτημα της αποτελεσματική και όχι της “ευέλικτης αλληλεγγύης”. Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι παρομοίως πρέπει να εφαρμοστεί γρήγορα η φιλελευθεροποίηση των θεωρήσεων για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, “μόνο όμως με την εφαρμογή όλων των κριτηρίων έναντι όλων των κρατών μελών, χωρίς εξαίρεση για την Κύπρο, διότι”, όπως είπε: “ξέρετε ότι η Τουρκία θέλει η Κύπρος να εξαιρεθεί”.
Σε σχέση με το συριακό ζήτημα ο Α. Τσίπρας δήλωσε αποτροπιασμό για τους άκριτους βομβαρδισμούς αμάχων στο Χαλέπι, όπως και για την υποστήριξη της τρομοκρατίας. Όμως ξεκαθάρισε ότι οι κυρώσεις και η ψυχροπολεμική ρητορική δεν έχουν “κανένα νόημα” και “δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα”.
Σε σχέση με τη συμφωνία με τον Καναδά (CETA), o Πρωθυπουργός τόνισε ότι το κείμενο που παρέλαβε πριν από ένα χρόνο δεν ικανοποιούσε την Ελλάδα, αλλά στο ενδιάμεσο διάστημα η Ελλάδα πέτυχε τέσσερις βελτιώσεις: την επικύρωση από εθνικά κοινοβούλια, την προσφυγή σε εθνικά και διεθνή και όχι ad hoc δικαστήρια, κατοχύρωσε το δικαίωμα της επανεθνικοποίησης κρατικής περιουσίας που έχει ιδιωτικοποιηθεί και πέτυχε κατοχύρωση εργαζομένων και καταναλωτών.
“Έχουμε σύγκλιση στα μέγιστα και όχι στα ελάχιστα”, είπε αναφορικά με τη σημερινή συμφωνία CETA.
Τέλος, σε σχέση με τις συναντήσεις που είχε για το χρέος, τόνισε ότι συναντήθηκε με Μέρκελ, Ολάντ, Μέι, Σουλτς και Γιούνκερ, προσθέτοντας ότι τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν από όλες τις πλευρές και πως πρέπει και δικαιούται να δοθεί ένα σήμα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Η Ελλάδα, είπε πως πρέπει το συντομότερο να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης από το 2017.
“Κανείς δεν επιθυμεί αναταράξεις, τόσο λόγω του ρόλου σταθερότητας της Ελλάδας στην περιοχή και λόγω του εκλογικού κύκλου”, τόνισε.
“Πιστεύω”, είπε ο Πρωθυπουργός, “πως μέχρι το Eurogroup του Δεκεμβρίου, ή έστω μέχρι τις αρχές του επομένου έτους θα βρεθεί μια λύση – και πως η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης”.
“Το χρονοδιάγραμμα δεν το θέτουν οι συνομιλητές μου, το χρονοδιάγραμμα το βλέπουμε από κοινού, έχουμε εν εξελίξει τη 2η αξιολόγηση και στο Eurogroup του Δεκεμβρίου θα έχουμε αποφάσεις για το χρέος”.
Ο Πρωθυπουργός χαρακτήρισε ως “απολύτως θετικές τις αποφάσεις του Μαΐου” και πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει συγκεκριμενοποίηση των αποφάσεων και να οδηγηθούμε σε μείωση της ανάγκης για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2019. Επιπλέον, χαρακτήρισε θετικό το όριο εξυπηρέτησης του χρέους 15% κατά έτους που είχε τεθεί.
Ο Α.Τσίπρας τόνισε ότι το λάθος ήταν το μήνυμα που δόθηκε στη συνέχεια πως οι θεσμοί “διαπληκτίζονται μεταξύ τους”. Το μήνυμα αυτό δεν ήταν σωστό για τους επενδυτές. “Δεν είναι μια λύση που αφορά μόνον την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη”. “Αν δεν τα καταφέρουμε, μια ζωή αυτοί θα μας δανείζουν και εμείς μια ζωή θα είμαστε στον γύψο – το πρόγραμμα είναι για να βγούμε στις αγορές”.