Ζητάμε την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα! Αν και εσύ πιστεύεις στην επανένωση του μνημείου, εξέφρασε το κάνοντας like στη σελίδα του Bring Them Back εδώ: https://goo.gl/GqCRa4 και δηλώνοντας το και στο site εδώ: https://goo.gl/AE16 Η συμμετοχή όλων μας είναι σημαντική και είναι η δύναμή μας!
Το χρονικό της μεγάλης κλοπής από τους Βρετανούς
Το 1801 ένας Βρετανός αριστοκράτης, Τόμας Μπρους, πιο γνωστό ως Λόρδο Έλγιν, αφαίρεσε πολλά από τα γλυπτά και τα αγάλματα του Παρθενώνα και τα πήρε μαζί του στην Αγγλία. Η διαμάχη για την κατοχή τους από το Βρετανικό Μουσείο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Αντίπαλες η Ελλάδα και η Βρετανία.
Η Ελλάδα δεν έχει σταματήσει να διεκδικεί τα γλυπτά με διάφορους τρόπους και διαφορετική ένταση από την ανεξαρτητοποίησή της, το 1830. Πρόσφατα η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού αποφάσισε να εγκαταλείψει τη νομική οδό για τη διεκδίκησή τους και να εγκαινιάσει μια νέα στρατηγική, αυτή της διπλωματικής οδού.
Το National Geographic επισημαίνοντας τόσο τον αγώνα της Ελλάδας για τον επαναπατρισμό τους, όσο και την επιμονή της Βρετανίας να τα διατηρήσει, επιχειρεί ένα μεγάλο αφιέρωμα στην ιστορία του διασημότερου και εμβληματικότερου έργου τέχνης στον κόσμο.
Το ιστορικό πλαίσιο
Κατά το 1700, το European Grand Tour (σ.σ. Ο μεγάλος γύρος της Ευρώπης), ήταν μια ιεροτελεστία για τους γιους των πλούσιων οικογενειών. Διαρκούσε περίπου τρία χρόνια και συνήθως περιλάμβανε στους σταθμούς του την Ελβετία, το Παρίσι και τη Ρώμη. Όμως το μέρος που όλοι ήθελαν να επισκεφτούν κατά τη διάρκεια αυτού του κοσμικού «προσκυνήματο» δεν ήταν άλλο από την Ελλάδα.
Κατά την άφιξή τους στην Αθήνα, το πρώτο μέρος που επισκέπτονταν όλοι οι νέοι τουρίστες δεν ήταν άλλο από την Ακρόπολη και τον φημισμένο Παρθενώνα, το ναό που ήταν αφιερωμένος στην πολεμίστρια θεά Αθηνά.
Ωστόσο, ακόμη και όταν το Grand Tour, γινόταν όλο και πιο δημοφιλές, θέτοντας τις βάσεις για το σύγχρονο τουρισμό, αυτό το μεγάλο μνημείο, κεντημένο με την αριστοτεχνία του μεγάλου Αθηναίου γλύπτη Φειδία, βρισκόταν σε κίνδυνο.
Από τον 15ο αιώνα η Ελλάδα είχε υποταχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας τα στρατεύματα είχαν μετατρέψει την Ακρόπολη σε φρουρά, ενώ ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε μετατρέψει τον ίδιο τον Παρθενώνα σε τζαμί, κατασκευάζοντας μάλιστα κι έναν μιναρέ.
Το 1687, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ των Βενετών και των Οθωμανών, το μνημείο χρησιμοποιήθηκε από τους δεύτερους ως αποθήκη πυρίτιδας. Εκτεθειμένος στην Ακρόπολη, ο Παρθενώνας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος στόχος, και τον Σεπτέμβριο του ίδιους έτους, υπήρξε ένα θανάσιμο χτύπημα:
Ένας όλμος των Βενετών χτύπησε το ναό, δημιουργώντας μια μεγάλη έκρηξη που κατέστρεψε τη στέγη του, αφήνοντας μόνο τα αετώματα να στέκουν. Αργότερα, ο Βενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι, προσπάθησε να αφαιρέσει τα γλυπτά για να τα πάρει μαζί του στη Βενετία. Η τροχαλία που χρησιμοποιούσε έσπασε και τα γλυπτά που μετέφερε, μεταξύ τους κι ένας μεγάλος Ποσειδώνας έγιναν κομμάτια.
Ο Μοροζίνι έφυγε από την Αθήνα με τη ρετσινιά ότι προκάλεσε σε έναν χρόνο περισσότερη ζημιά στον Παρθενώνα, απ’ ότι είχε υποστεί το μνημείο τις δυο χιλιετίες που είχαν περάσει από τη στιγμή που ο Σωκράτης και ο Περικλής το είδαν να ορθώνεται πάνω από την Αθήνα στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Έως τα μέσα του 18ου αιώνα, πολλά από τα διακοσμητικά έργα του κατεστραμμένου Παρθενώνα είχαν λεηλατηθεί. Η επισφάλεια της τοποθεσίας, μόνο ενθάρρυνε τους ταξιδιώτες να παίρνουν κομμάτια, καθώς πολλοί πίστευαν ότι το μνημείο θα ισοπεδωνόταν σε μικρό χρονικό διάστημα, έτσι κι αλλιώς. «Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα τόσο θαυμάσιο γλυπτό που σώζεται ακόμη είναι πιθανό να χαθεί από την άγνοια, την περιφρόνηση και την ωμή βία», έλεγε ο Άγγλος αρχαιολόγος, Ρίτσαρντ Τσάντλερ, το 1770.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιρλανδός ζωγράφος, Έντουαρντ Ντόντγουελ, ανέφερε ότι τεράστιες ποσότητες μαρμάρου από τον Παρθενώνα διαλύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν καμπίνες φρουράς. Παράλληλα πολλοί ταξιδιώτες και συλλέκτες από την Δύση επιδίωκαν να αποκτήσουν θησαυρούς από τον λεηλατημένο Παρθενώνα στην τοπική μαύρη αγορά, υποστηρίζοντας ότι προσπαθούν να τους «σώσουν» από την καταστροφή.
Μάλιστα κάποιοι συλλέκτες ισχυρίζονταν ότι αυτό ήταν απολύτως νόμιμο, καθώς αφαίρεσαν τα έργα τέχνης με την ανοχή των οθωμανικών αρχών. Πολλά από τα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται σήμερα σε μουσεία ανά τον κόσμο αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Τα πιο γνωστά και σημαντικότερα μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο, το 1803, από τον πρώην Βρετανό πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον αριστοκράτη Τόμας Μπρους, πιο γνωστό ως Λόρδο Έλγιν.
Η κλοπή των γλυπτών
Ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν και 11ος κόμης του Κίνκαρντιν, ήταν ένας αριστοκράτης με μια πολλά υποσχόμενη πολιτική καριέρα. Κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου με την επαναστατημένη Γαλλία κατείχε διάφορες διπλωματικές θέσεις στη Βιέννη, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Επέστρεψε στην πατρίδα του τη Σκωτία το 1796, όπου και έχτισε ένα μέγαρο στο Μπρούμχολ. Ο αρχιτέκτονας που το επιμελήθηκε ήταν ο Τόμας Χάρισον, που μοιραζόταν με τον πελάτη του, το ίδιο πάθος για την ελληνική αρχιτεκτονική αλλά και γλυπτική.
Το 1799 οι διπλωματικές υπηρεσίες του Λόρδου Έλγιν χρειάστηκαν ξανά. Αυτή τη φορά τοποθετήθηκε πρεσβευτής δίπλα στον Οθωμανό σουλτάνο Σελίμ Γ’, ο οποίος ήθελε ευρωπαίους συμμάχους που θα τον βοηθούσαν να ενισχύσει την άμυνα του κατά της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο που τότε βρισκόταν υπό έμμεση οθωμανική κυριαρχία.
Αφού παντρεύτηκε βιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1799 ο Έλγιν, απέπλευσε από το Πόρτσμουθ με τη νέα σύζυγό του, την κληρονόμο Μέρι Νίσμπετ, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Πριν ο Έλγιν φύγει, ο Χάρισον τον προέτρεψε να χρησιμοποιήσει την προνομιακή του θέση για να πάρει στα χέρια του σχέδια και αντίγραφα των μεγάλων μνημείων της Ελλάδας. Ο Έλγιν, σύμφωνος, στρατολόγησε μια ομάδα καλλιτεχνών υπό την διεύθυνση του ζωγράφου Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, γι’ αυτόν το σκοπό.
Κατά την άφιξή τους, οι Έλγιν έλαβαν μια πλουσιοπάροχη υποδοχή από τον Σουλτάνο. Ενώ η σύζυγος διοργάνωνε πολυτελείς βεγγέρες, ο Λόρδος Έλγιν έστειλε τον Λουζιέρι και την ομάδα του στην Αθήνα για να σκιτσάρουν αρχαία έργα τέχνης, όπως είχε ζητήσει ο Χάρισον. Στον Λουζιέρι δόθηκε πλήρης ελευθερία για να κάνει τη… δουλειά του παντού, εκτός από την Ακρόπολη. Για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο μνημείο οι Οθωμανοί απαιτούσαν πολλά χρήματα σε καθημερινή βάση και το ίδιο ζήτησαν και από τον ζωγράφο. Εκείνος ζήτησε τότε, από τον Λόρδο Έλγιν να ζητήσει με τη σειρά του, από τον ίδιο τον Σουλτάνο να βγάλει φιρμάνι, ώστε να του επιτραπεί η πρόσβαση στην Ακρόπολη.
Σύμφωνα με το National Geographic, στις 6 Ιουλίου του 1801 ο Λόρδος Έλγιν παίρνει το φιρμάνι από το Σουλτάνο που του δίνει άδεια, όχι μόνο για να ερευνήσει και να καταγράψει τα γλυπτά αλλά και για να πάρει όποια κομμάτια τον ενδιέφεραν. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε ο ίδιος ο Έλγιν, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το φιρμάνι: «Αν επιθυμούν να πάρουν ορισμένα κομμάτια μαρμάρου με παλαιές επιγραφές και φιγούρες, δεν υπάρχει αντίρρηση αυτό να γίνει».
Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή, ο Έλγιν ουδέποτε είχε, ούτε φιρμάνι από τον Σουλτάνο, για να πάρει τα μάρμαρα αλλά χρησιμοποίησε με έντεχνο τρόπο μια φιλική επιστολή του Καϊμακάμη, Τούρκου αξιωματούχου, ο οποίος εκείνη την εποχή αντικαθιστούσε τον Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστολή που του δόθηκε ανεπίσημα ως χάρη, προέτρεπε τις τουρκικές αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν στα συνεργεία του Έλγιν να σχεδιάσουν, να λάβουν εκμαγεία και να διενεργήσουν ανασκαφή γύρω από τα θεμέλια του Παρθενώνα, όπου ίσως βρισκόταν θαμμένη κάποια επιγραφή ή ανάγλυφο, με τον όρο ότι δεν θα βλάπτονταν με κανένα τρόπο τα μνημεία. Τελικά οι τουρκικές αρχές σιώπησαν όσο τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος (περίπου το ήμισυ) από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του ναού.
Έχοντας κερδίσει την εύνοια του κυβερνήτη της Αθήνας, ο Λουζιέρι και οι άντρες του αποσυναρμολόγησαν ένα μεγάλο μέρος της ζωφόρου του Παρθενώνα καθώς και πλήθος πρωτεύουσες και μετόπες. Το 1803, η τεράστια συλλογή των γλυπτών, συσκευασμένη σε περίπου 200 πακέτα, φορτώθηκε σε βαγόνια και μεταφέρθηκε στο λιμάνι του Πειραιά για να περάσει εν πλω στην Αγγλία.
Οι εργάτες του Έλγιν αφαίρεσαν συνολικά 15 μετόπες από τον Παρθενώνα. Αφαίρεσαν επίσης 247 πόδια – λίγο λιγότερο από το μισό – της ζωφόρου, ενώ απομάκρυναν μία από τις Καρυάτιδες από το Ερέχθειο και τέσσερα κομμάτια από τη ζωφόρο του ναού της Αθήνας Νίκης.
Είχε ο Έλγιν άδεια να πάρει τα γλυπτά ή όχι;
Οποιαδήποτε απάντηση στο ερώτημα αυτό, που επιδείνωσε τις ελληνοβρετανικές σχέσεις για πολλά χρόνια, βασίζεται στην ερμηνεία του εγγράφου που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης: το φιρμάνι που Έλγιν χρησιμοποίησε ως δικαιολογία για να πάρει τα γλυπτά. Παρά την ασάφεια στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη διαταγή, η μελέτη – ορόσημο του 1967 από τον Βρετανό ιστορικό Γουίλιαμ Στ. Κλερ, «Ο Λόρδος Έλγιν και τα Μάρμαρα», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Σουλτάνος δεν επέτρεψε την απομάκρυνση και εξαγωγή των αγαλμάτων και των ανάγλυφων παραστάσεων από τον Παρθενώνα.
Η αναφορά που επιτρέπει στους Βρετανούς να πάρουν πέτρες «με παλιές επιγραφές και φιγούρες» μάλλον αναφέρεται σε αντικείμενα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές στην περιοχή κι όχι στα έργα τέχνης που κοσμούν τους ναούς. Αργότερα εξάλλου, ο Έλγιν και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής ότι η πράξη τους ήταν μάλλον παράνομη αλλά αυτό το δικαιολόγησαν ως μια προσπάθεια να σώσουν τα γλυπτά από τις ζημιές και τις λεηλασίες που υπέστη ο ναός επί οθωμανικής κυριαρχίας.
Τα γλυπτά πάνε στο Λονδίνο
Η μεταφορά των γλυπτών στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προβληματική από την αρχή. Ένα από τα πλοία ναυάγησε κοντά στο νησί των Κυθήρων. Το φορτίο με τους αρχαίους θησαυρούς κατέληξε στον πάτο της θάλασσας κι έμεινε εκεί για δυο χρόνια μέχρι την ανάκτησή του. Οι εχθροπραξίες με τη Γαλλία, καθώς και η πιθανότητα να βρεθεί ο θησαυρός σε γαλλικά χέρια, οδήγησαν τον Έλγιν να ζητήσει από ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο, που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά, να φορτώσει τα βαρύτερα γλυπτά από τα αετώματα του Παρθενώνα.
Ο Έλγιν κατάφερε να κρατήσει τα γλυπτά μακριά από τους Γάλλους αλλά όχι και τον ίδιο του τον εαυτό. Διασχίζοντας τη Γαλλία κατά το ταξίδι του προς το Λονδίνο, συνελήφθη και παρέμεινε υπό κράτηση στο Πο, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, για τρία χρόνια, έως το 1806. Μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς ώστε να επιτραπεί η αποστολή των γλυπτών και αγαλμάτων που είχε αφήσει στον Πειραιά. Το φορτίο ξεκίνησε το 1809.
Αφού έφερε τα αγάλματα και τα γλυπτά στο Λονδίνο, ο Λόρδος Έλγιν πρότεινε να εκτεθούν σε μια δημόσια έκθεση, μια κίνηση που είχε, όμως, στόχο την «αποκατάσταση των γλυπτών». Ο Έλγιν ήλπιζε να ενώσει εκ νέου τα κομμάτια των ανάγλυφων παραστάσεων.
Για να το υλοποιήσει, έβαλε μπροστά το όνομα του πιο σημαντικού νεοκλασικού γλύπτη της εποχής, Αντόνιο Κανόβα. Ο Ενετός Κανόβα, ωστόσο, αρνήθηκε να αγγίξει τα γλυπτά, διαμαρτυρόμενος: «Θα ήταν ιεροσυλία για κάθε άνθρωπο να τους αγγίξει με σκαρπέλο».
Από το 1807, ο Έλγιν άρχισε να εκθέτει τα γλυπτά που είχαν φτάσει στη Βρετανία σε ένα σπίτι που είχε μισθώσει στο πάρκο Λέιν, κοντά στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Η έκθεση προκάλεσε αίσθηση και προσέλκυσε μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών.
Ο Έλγιν πλήρωσε από την τσέπη του την μεταφορά των γλυπτών. Υπολόγισε ότι συνολικά πλήρωσε £ 74.000 σε δαπάνες και δωροδοκίες. Είναι περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια σε σημερινά χρήματα. Ο ίδιος, όμως, παρά τον τίτλο του δεν ήταν πολύ πλούσιος, ειδικά μετά το 1803, όταν ήρθε αντιμέτωπος με ένα καταστροφικό διαζύγιο. Όντας στριμωγμένος, άσκησε πίεση στη βρετανική κυβέρνηση να αγοράσει τον αρχαίο θησαυρό.
Το 1812 αποθήκευσε τα γλυπτά στο σπίτι του Δούκα του Ντέβονσάιρ και κινητοποίησε τις επαφές του ώστε να μιλήσουν για την αξία των κομματιών και να προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο αυτά να περιέλθουν σε ξένα χέρια. Το 1816 το Κοινοβούλιο δημιούργησε μια επιτροπή για να αξιολογήσει την προσφορά του Έλγιν. Μια απόφαση που προκάλεσε τεράστια αναταραχή στον Τύπο. Η χώρα διασπάστηκε μεταξύ εκείνων που θεωρούσαν ότι η Βρετανία πρέπει να αγοράσει τα γλυπτά, εκείνων που πίστευαν ότι είναι μια μεγάλη σπατάλη εθνικών πόρων κι εκείνων, όπως ο Λόρδος Μπάιρον που κατηγορούσαν τον Έλγιν επειδή τα έκλεψε.
Η διαφωνία για την τιμή
Οι διαπραγματεύσεις για την πώληση των γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Στέμμα εξελίχθηκε σε μια απίστευτη διαμάχη για την καλλιτεχνική τους αξία. Έπρεπε να αγοραστούν με δημόσιο χρήμα; Και ήταν νόμιμο, κατ’ αρχάς, να τα πάρει η Βρετανία από την Ελλάδα;
Πόσο;
Το 1816 μια γελοιογραφία του Τζορτζ Κρούικσανκ δείχνει τον Λόρδο Έλγιν να προσπαθεί να πουλήσει τα γλυπτά στον «Τζον Μπουλ» που ενσαρκώνει έναν νηφάλιο Άγγλο που πιστεύει ότι τα χρήματα που θα χρειαστούν θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιηθούν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της οικογένειάς του.
1. Εδώ είναι μια ευκαιρία για σας, Τζόνι. Μόνο £ 35.000! Τις αγόρασα ειδικά για εσάς! Ποτέ μην σκέφτεστε το ψωμί, όταν μπορείτε να αγοράστε πέτρες τόσο φθηνά!
2. Δεν νομίζω ότι με κάποιο τρόπο αυτές εδώ οι πέτρες είναι θαυμάσιες. Και μάλλον δεν θα τις αγοράσω προς το παρόν. Το εμπόριο είναι πολύ κακό και η πρόνοια πολύ ακριβή και η οικογένειά μου δεν μπορεί να φάει πέτρες! Εκτός αυτού, λένε ότι θα κοστίσει £ 40.000 για να χτιστεί ένα μέρος για να τις βάλεις – Καθώς οι Τούρκοι τους έδωσαν στον πρέσβη μας, λόγω της επίσημης ιδιότητάς του, για λίγα (χρήματα) ή για τίποτα και μόνο ως κομπλιμέντο για το βρετανικό έθνος – νομίζω ότι αυτός δεν θα πρέπει να χρεώσει ένα τέτοιο μεγάλο ποσό για την συσκευασία και τη μεταφορά τους.
3. Μην τα αγοράσεις μπαμπά! Εμείς δεν θέλουμε πέτρες. Δώστε μας μας Ψωμί! Δώστε μας Ψωμί! Δώστε μας Ψωμί!
4. Αφήστε τον πάει τις πέτρες του πίσω στους Τούρκους. Εμείς δεν τις θέλουμε σε αυτή τη χώρα!
Η διαμάχη για τα γλυπτά
Το 1816 η Επιτροπή καθόρισε τελικά την τιμή των γλυπτών σε £ 35.000. Περίπου $ 500.000 σε σημερινά χρήματα. Ήταν λιγότερα από τα μισά από αυτά που ζητούσε ο Έλγιν. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε την εξαγορά με πολύ μικρή πλειοψηφία: 82 ψήφοι υπέρ και 80 κατά.
Ο Λόρδος Έλγιν, είχε απορρίψει επικερδείς προσφορές από άλλες κυβερνήσεις για τους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς, υποστηρίζοντας ότι τα γλυπτά θα πρόσθεταν λάμψη στην αυτοκρατορική εικόνα της Βρετανίας. Σε αυτό δικαιώθηκε, καθώς με το χρόνο η εξαγορά τους έγινε κοινή αποδοχή και μάλιστα συνοδεύτηκε με αίσθημα υπερηφάνειας.
Ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην ανθρώπινη ιστορία, πλέον στεγαζόταν στο κέντρο του Λονδίνου κι αυτό αποτελούσε ένα ζωτικής σημασίας εργαλείο προπαγάνδας για την προβολή της Βρετανικής αυτοκρατορίας ως «ευγενικής και πολιτισμένης».
Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια σε μια προσωρινή εγκατάσταση, τα γλυπτά μεταφέρθηκαν, το 1832, στο Δωμάτιο «Έλγιν», του Βρετανικού Μουσείου. Καθώς η έκθεση είχε εκπαιδευτικό σκοπό για τους καλλιτέχνες, τα πρωτότυπα κομμάτια συνενώθηκαν με αντίγραφα των τμημάτων που έλειπαν. Από τα πρωτότυπα κομμάτια στην ουσία αποτελείται μόνο το 60% της έκθεσης.
Το 1930 ξεκίνησαν εργασίες σε έναν καινούργιο χώρο, όπου θα εκτίθεντο μόνο τα πρωτότυπα κομμάτια. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την προβολή τους, τα γλυπτά υπέστησαν αλλοιώσεις στην υφή και το χρώμα της επιφάνειάς τους λόγω μιας επεξεργασίας καθαρισμού, κακώς εποπτευόμενης.
Ο χώρος που θα μεταφέρονταν τα γλυπτά, η Πινακοθήκη Ντουβίν, όπως ονομάστηκε από τον επιχειρηματία που τη χρηματοδότησε, ολοκληρώθηκε το 1938, αλλά η εγκατάσταση των γλυπτών διεκόπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Ναζί στο Λονδίνο, τα γλυπτά μπήκαν σε αποθήκη και η ίδια η πινακοθήκη υπέστη σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Ο χώρος ανακαινίστηκε και τελικά άνοιξε για το κοινό το 1962.
Από την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας το 1832, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αιτηθεί για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της στο υπουργείο Πολιτισμού, από το 1981 έως και το 1989, η ηθοποιός Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία για τον επαναπατρισμό τους.
Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών, το οποίο άνοιξε το 2009, διαθέτει έναν χώρο ειδικά διαμορφωμένο για να στεγάσει τα γλυπτά την ημέρα – που διακαώς περιμένουν οι Έλληνες – που θα επιστρέψουν για να επανενωθούν με τους υπόλοιπους θησαυρούς του Παρθενώνα και της Ακρόπολης.
Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, το Βρετανικό Μουσείο, έχει μέχρι στιγμής αρνηθεί όλα τα αιτήματα για να επιστρέψει τα πιο δημοφιλή εκθέματά του.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι η πιο διαβόητη συλλογή έργων τέχνης της Ακρόπολης που ακόμη στεγάζεται σε ευρωπαϊκό μουσείο και μάλιστα με τη δικαιολογία ότι τέτοια έργα είναι εμβλήματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού στο σύνολό του κι όχι μόνο της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς…
Δείτε το σχετικό βίντεο: