Το Δικαστήριο της Ε.Ε «επικύρωσε την απόρριψη των προσφυγών ακυρώσεως και απέρριψε επί της ουσίας τις αγωγές αποζημιώσεως σχετικά με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου». Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση, «μολονότι αναιρεί τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως, το Δικαστήριο απορρίπτει, εντούτοις, τις αγωγές αυτές καθόσον διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συνέβαλε σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, όπως αυτό κατοχυρώνεται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Όσον αφορά στις αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες αφορούσαν τις προσφυγές ακυρώσεως κατά της δηλώσεως του Eurogroup του Μαρτίου του 2013 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-105/15 P έως C-109/15 P), το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η δήλωση του Eurogroup δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως κοινή απόφαση της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεως, πολλώ δε μάλλον που οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ». Το γεγονός ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Ευρωομάδας δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των δηλώσεων της τελευταίας, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η δήλωση της Ευρωομάδας του Μαρτίου 2013 αποτελεί έκφραση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων των δύο αυτών θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η θέσπιση, από τις κυπριακές αρχές, του αναγκαίου νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση των τραπεζικών ιδρυμάτων δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως επιβληθείσα από μια υποτιθέμενη κοινή απόφαση της Επιτροπής και της ΕΚΤ η οποία έλαβε τη μορφή της δηλώσεως της Ευρωομάδας του Μαρτίου του 2013. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως και επικυρώνει τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2014.
Όσον αφορά στις αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες αφορούσαν στις αγωγές αποζημιώσεως το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των αγωγών αποζημιώσεως που στηρίζονται στον παράνομο χαρακτήρα ορισμένων διατάξεων του μνημονίου κατανόησης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αναιρεί τις διατάξεις της 10ης Νοεμβρίου 2014. Επί της ουσίας ωστόσο των αγωγών αποζημιώσεως, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «η υπογραφή του επίμαχου μνημονίου κατανόησης ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και της φύσεως των υπό εξέταση μέτρων καθώς και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημίας τον οποίο θα διέτρεχαν οι καταθέτες των οικείων τραπεζών σε περίπτωση πτωχεύσεως αυτών, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά συνέπεια», προσθέτει το Δικαστήριο, «δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν συνέβαλε σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Δεδομένου ότι η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δεν πληρούται, το Δικαστήριο απορρίπτει τις αγωγές αποζημιώσεως».