Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών-Συνταγματολόγος-Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα).
Ο εργοδότης οφείλει να τηρεί τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνται με το σύστημα της τηλεργασίας , καθώς και τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που αφορούν το ωράριο εργασίας. Στους εργαζόμενους με το σύστημα της τηλεργασίας, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν:
1) στην ελάχιστη περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης 11 ωρών,
2) στην κατ’ ελάχιστον χορήγηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης διάρκειας 24 ωρών,
3) στην διάρκεια εβδομαδιαίας απασχόλησης, κατά μέσο όρο, που ανά τετράμηνο, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48 ώρες, περιλαμβανομένου και των υπερωριών.
Η λήψη της άδειας ειδικού σκοπού, συνιστά δικαίωμα του εργαζομένου. Η χορήγηση της, δεν ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του εργοδότη. Η άδεια ειδικού σκοπού, μπορεί να χορηγηθεί και τμηματικά, εφόσον αυτό εξυπηρετεί τον εργαζόμενο, με ελάχιστη διάρκεια τριών ημερών. Η άδεια ειδικού σκοπού και η τηλεργασία, μπορούν να λειτουργήσουν συνδυαστικά, στο πλαίσιο της καλής πίστης. Η περίοδος της άδειας ειδικού σκοπού, θεωρείται κανονικός χρόνος εργασίας. Την άδεια ειδικού σκοπού , δικαιούται και το Ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό προσωπικό και πάσης φύσεως προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας. Ο εργοδότης που απασχολεί εργαζόμενους, οι οποίοι εμπίπτουν στην περιπτωσιολογία συμπτωμάτων που προβλέπει ο ΕΟΔΥ (οι ίδιοι ή τα οικεία τους πρόσωπα) και παραμένουν στην οικία τους, υποχρεούται να αποδεχθεί την αποχή τους από την εργασία, εφόσον ενημερωθεί και να τους καταβάλει κανονικά το μισθό, εκτός εάν η επιχείρηση έχει αναστείλει την λειτουργία της. Για τις εγκύους εργαζόμενες, συστήνεται η απομάκρυνση τους και η καταβολή κανονικά του μισθού. Για τους εργαζόμενους που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, συστήνεται η απομάκρυνση τους και η καταβολή κανονικά του μισθού τους. Υπάλληλοι που απασχολούνται σε δημόσιες υπηρεσίες, αποκεντρωμένες διοικήσεις, ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού, νομικά πρόσωπα ΟΤΑ, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και έχουν τέκνα που φοιτούν σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, παιδικούς σταθμούς ή σχολικές μονάδες, μπορούν να απουσιάζουν από την υπηρεσία τους, για το χρονικό διάστημα αναστολής λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων στις οποίες φοιτούν τα τέκνα τους. Προϋποθέσεις λήψης άδειας ειδικού σκοπού: να είναι γονείς παιδιών που φοιτούν σε βρεφικούς, βρεφονηπιακούς, παιδικούς σταθμούς, σχολικές μονάδες υποχρεωτικής εκπαίδευσης, σε ειδικά σχολεία ειδικής αγωγής, καθώς και γονείς ατόμων με αναπηρία. Εξαιρούνται οι γονείς παιδιών που φοιτούν στις τάξεις λυκείου, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και κολέγια. Η ειδική αυτή άδεια, χορηγείται υποχρεωτικά με αποδοχές. Δεν μπορούν και οι δύο γονείς, να κάνουν παράλληλα χρήση της ειδικής άδειας (δύναται να την μοιραστούν ή να λάβει μονάχα ο ένας). Εάν ο ένας από τους συζύγους, είναι άνεργος, ο άλλος μπορεί να λάβει την άδεια, εφόσον ο άνεργος σύζυγος νοσηλεύεται για οποιονδήποτε λόγο ή νοσεί από τον κορωνοϊό ή πρόκειται για άτομο με αναπηρία με ποσοστό 67% και άνω. Από το 1990 προβλέπεται στην Ελλάδα, η εκ περιτροπής εργασία, στο άρθρο 38 του νόμου 1892/1990 (άρθρο 38 , παράγραφος 3, εδ α και β, Ν. 1892/1990). Στις 20 Μαρτίου 2020, εκδόθηκε πράξη νομοθετικού περιεχομένου και το άρθρο 9 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 68Α/20.3.2020 αναφέρεται στην εκ περιτροπής εργασία λόγω Κορωνοϊού, αλλά αφορά μονάχα επιχειρήσεις που κινδυνεύουν με κλείσιμο- υπό κατάρρευση επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την ως άνω πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ο εργοδότης δύναται με απόφαση του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι -6-μήνες, να ορίζει προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησης ως εξής:
α) Κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ’ ελάχιστο δύο εβδομάδες με περίοδο αναφοράς το μήνα, συνεχόμενα ή διακεκομμένα.
β) Ο ανωτέρω τρόπος οργάνωσης της εργασίας, γίνεται ανά εβδομάδα και εντάσσεται σε αυτόν τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης
γ) Ο εργοδότης που θα εφαρμόσει αυτόν τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, υποχρεούται να διατηρήσει τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την έναρξη εφαρμογής του(σε ερμηνευτική εγκύκλιο, προβλέπεται η διατήρηση των ίδιων εργαζομένων). Στο τέλος κάθε μήνα, ο εργοδότης υποχρεούται να δηλώνει την εφαρμογή του ανωτέρω τρόπου εργασίας στο Πληροφοριακό σύστημα Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας.
Η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλόμενη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας, είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής, παραμένει συνεχής. Άρα, η εκ περιτροπής εργασία, μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές:
1) Της συμφωνημένης (εκ της συμβάσεως) εκ περιτροπής εργασία, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα, με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο.
2) Αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (Άρειος Πάγος 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης του, να επιβάλλει στην επιχείρηση του, σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
Εργατικό ατύχημα: Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα αν είναι ασφαλισμένοι ή όχι στο ΙΚΑ-ΕΦΚΑ, εφόσον υποστούν εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων του ή αν υπάρχει παράβαση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας, δικαιούνται χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση επιδικάζεται στα μέλη της οικογένειας (ψυχική οδύνη). Το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από το βαθμό της βλάβης και ρυθμίζεται από το δικαστήριο.
Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται 5 χρόνια μετά το ατύχημα.
Ο εργοδότης επίσης υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να καταβάλει στο ΙΚΑ-ΕΦΚΑ κάθε δαπάνη από τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών στον παθόντα ασφαλισμένο.
Ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης κατά το διάστημα της ανικανότητας επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ-ΕΦΚΑ και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη για διάστημα 15 ημερών, εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους ή 1 μηνός για υπηρεσία πάνω από έτος.
Εργατικό ατύχημα είναι το βίαιο, εκείνο, γεγονός, που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εργασίας του ή με αφορμή αυτή και προκάλεσε σε αυτόν ανικανότητα να εργαστεί για τουλάχιστον 5 μέρες, ή πλήρη ανικανότητα για εργασία ή ακόμα και θάνατο.Όχι εκτός εργασίας ατύχημα. Εκτός εργασίας ατύχημα θεωρείται κάθε άλλο ατύχημα (βίαιο, εξωτερικό και αιφνίδιο συμβάν). Ατύχημα που δεν ξεπερνά τις 3 ημέρες το εργατικό ατύχημα τότε αντιμετωπίζεται ως ασθένεια.
Δηλαδή,εργατικό ατύχημα είναι εκείνο που συμβαίνει κατά την διάρκεια εκτέλεσης της εργασίας,εκείνο που συμβαίνει με αφορμή την εργασία και εκείνο που ευθύνεται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας,αλλά και κάθε προϋπάρχουσα ασθένεια που επιδεινώνεται λόγω της εργασίας.
Ο Εργοδότης οφείλει να αναγγέλει τα θανατηφόρα ή σοβαρά ατυχήματα άμεσα,στις αρμόδιες τεχνικές και υγειονομικές υπηρεσίες και στην επιθεώρηση εργασίας. Να αναγγείλει εντός 24 ωρών τα εργατικά ατυχήματα και εντός 48 ωρών για τα υπόλοιπα. Να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων,στο οποίο θα αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος. Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών υπηρεσιών εντός της επιχείρησης,κατά τους ελέγχους. Να τηρεί ειδικό βιβλίο καταχώρησης μετρήσεων και αποτελεσμάτων ελέγχου του εργασιακού περιβάλλοντος και ιατρικών εξετάσεων. Να τηρεί κατάλογο εργατικών ατυχημάτων που σαν αποτέλεσμα είχαν να προκαλέσουν στον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των 3 ημερών.
Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος τα δικαιώματα του εργαζομένου είναι:
Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ-ΕΦΚΑ:
Το ΙΚΑ-ΕΦΚΑ καλύπτει όλες τις παροχές προς ασθενείς καθώς και καταβολή τμήματος του μισθού. Σε περίπτωση αναπηρίας το ΙΚΑ δίνει σύνταξη αναπηρίας. Σε περίπτωση θανάτου το ΙΚΑ-ΕΦΚΑ δίνει σύνταξη θανάτου στους συγγενείς του εκλιπόντος. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει αποχημίωση για ηθική βλάβη, καθώς και τη διαφορά μεταξύ του μισθού και του καταβαλλόμενου ποσού από το ΙΚΑ.
Σε περίπτωση που ο εργαζομένος δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ-ΕΦΚΑ:
Τα έξοδα της περίθαλψης αναλαμβάνει ο εργοδότης. Επίσης, είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει αποζημίωση στον εργαζόμενο, ανάλογα με την ανικανότητα για εργασία.
Για εργατικό ατύχημα, ολικής ανικανότητας οφείλονται μισθοί 6 χρόνων. Για εργατικό ατύχημα που προκάλεσε θάνατο στον εργαζόμενο οφείλονται μισθοί 5 χρόνων στους συγγενείς του.
Ανεξέρτητα ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΦΚΑ, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση για ηθική βλάβη ή σε περίπτωση θανάτου αποζημίωση για ψυχική οδύνη δικαιούνται οι συγγενείς. Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται από το δικαστήριο. Η αποζημίωση που έχει επιδικαστεί από το δικαστήριο μπορεί να μειωθεί στο μισό αν αποδειχθεί ότι ο εργοδότης τηρούσε όλους τους προβλεπόμενους κανόνες ασφάλειας και το ατύχημα προκλήθηκε από αμέλεια του εργαζόμενου.
Επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ-ΕΦΚΑ δικαιούται ο εργαζόμενος κατά το διάστημα της ανικανότητας. Το υπόλοιπο του μισθού του, από τον εργοδότη για διάστημα 15 ημερών (με υπηρεσία μικρότερη του έτους) ή 1 μήνα (με υπηρεσία άνω του έτους). Κάθε εργοδότης είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει το εργατικό ατύχημα στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Αναγγελία ατυχήματος: Στην Επιθεώρηση εργασίας,στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή και στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ-ΕΦΚΑ εντός 5 ημερών. Την αναγγελία πρέπει να κάνει τόσο ο εργοδότης όσο και ο μισθωτός ,ο γιατρός όσο και ο κάθε υπάλληλος του ΙΚΑ-ΕΦΚΑ εντός 24 ωρών από τότε που έλαβαν γνώση του ατυχήματος.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφάνισης του κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσης της (ΟλΑΠ 1287/1986). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951: «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 3 ν. 551/1915 συνάγεται, ότι, όταν ο παθών από ατύχημα που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής (εργατικό ατύχημα) υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού, ήτοι τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση (άρθρα 914 επ. ΑΚ), όσο και της προβλεπομένης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημιώσεως, και μόνον εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, ή του προστηθέντος απ’ αυτόν, υποχρεούται αυτός (εργοδότης) να καταβάλει στον παθόντα την από το ως άνω άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη «διαφορά» μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων σ’ αυτόν παροχών. Από τις αυτές διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι η ως άνω απαλλαγή καλύπτει και την περίπτωση της αμέλειας, όταν το ατύχημα έγινε, γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφάλειας και ισχύει και για τον προστηθέντα από τον εργοδότη. Ο ασφαλισμένος στο ΙΚΑ παθών δικαιούται στις ως άνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνον των υπό του ΙΚΑ χορηγουμένων παροχών. Διατηρεί, όμως, ο παθών αυτός την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά νόμον δικαιούμενοι λόγω ψυχικής οδύνης κατά του εργοδότη και των προστηθέντων από τον εργοδότη, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιοδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, διότι η ως άνω απαλλαγή αυτών από κάθε υποχρέωση για «αποζημίωση», δηλαδή για αξίωση εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα περιλαμβάνουσα και την αποζημίωση του επιζώντος συζύγου και των τέκνων του θανόντος λόγω στέρησης της διατροφής, δεν καλύπτει και τη μη περιλαμβανομένη σ’ αυτήν ως άνω αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού ουδεμία παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εν λόγω διαφορετικής φύσης αξίωσης (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 1987.891, ΑΠ 1419/2006, ΑΠ 1600/2005, ΑΠ 1438/2004, ΤΝΠ Νόμος).
Ειδικότερα, ο εργοδότης ενδεικτικά οφείλει :
Να εξασφαλίζει γενικά την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και των τρίτων.
Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και να διευκολύνει το έργο τους.
Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας.
Να ενημερώνει τους εργαζομένους για τους επαγγελματικούς κινδύνους.
Να φροντίζει για τη συντήρηση και τη σωστή λειτουργία των μέσων παραγωγής και των εγκαταστάσεων.
Να διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας.
Να προσαρμόζει την εργασία στον άνθρωπο, όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας σε σχέση με τις μεθόδους εργασίας και παραγωγής.
Να εκτιμά και να καταπολεμά τους κινδύνους.
Να προσαρμόζεται στις τεχνικές εξελίξεις.
Να παρέχει τις απαιτούμενες και κατάλληλες οδηγίες στους εργαζομένους.
Να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ιδιαίτερες ικανότητες κάθε εργαζομένου, σε θέματα ασφάλειας και υγείας.
Να μεριμνά ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες ειδικού και σοβαρού κινδύνου, μόνο οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει αντίστοιχη εκπαίδευση.
Επιπλέον, ο εργαζόμενος έχει τις εξής υποχρεώσεις :
Την εφαρμογή των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας,
Τη φροντίδα για την ασφάλεια και υγεία, τόσο τη δική του όσο και των υπόλοιπων ατόμων που επηρεάζονται από τις πράξεις και τις παραλείψεις του, σύμφωνα με την εκπαίδευση που έχει λάβει από τον εργοδότη του.
Την ορθή χρήση των μέσων παραγωγής.
Την άμεση ενημέρωση του εργοδότη ή του τεχνικού ασφαλείας ή του ιατρού εργασίας, για οποιαδήποτε κατάσταση ικανή να προκαλέσει κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία.
Την παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων ή άλλων επιμορφωτικών προγραμμάτων.