Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών.
Για να είναι αυτόφωρο το έγκλημα, θα πρέπει ο παθών να το καταγγείλει άμεσα ή σε εύλογο χρονικό διάστημα(αμέσως μετά).Το χρονικό αυτό διάστημα όμως,θα πρέπει να εξετάζεται από τον ανακριτικό υπάλληλο και να κρίνει αναλόγως εάν θα εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία ή όχι.Αυτόφωρο δεν υπάρχει εάν δεν υπάρχει συνέχεια στην καταδίωξη του δράστη.Στο άρθρο 242 ΚΠΔ ο νομοθέτης καθορίζει τις περιπτώσεις για το πότε ένα έγκλημα είναι αυτόφωρο,ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές,διότι η απαρίθμηση είναι ενδεικτική. Αντίθετα,περιορίζει τα χρονικά όρια του αυτοφώρου έως την παρέλευση της επόμενης ημέρας,δηλαδή συνολικά το πολύ 47 ώρες 59 πρώτα και 59 δεύτερα λεπτά.
Με τον όρο αυτόφωρο έγκλημα , σύμφωνα με το άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χαρακτηρίζεται το “εν τω πράττεσθαι έγκλημα” (δηλαδή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη στιγμή που συμβαίνει) ή το έγκλημα που συνέβη μόλις πρόσφατα, όπου ο δράστης τελεί υπό καταδίωξη είτε των διωκτικών Αρχών είτε του παθόντος είτε υπό παρατυχόντων που με δημόσιες κραυγές υποδεικνύουν τον ένοχο.
Η πρακτική σημασία του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως αυτοφώρου συνίσταται στην εφαρμογή άμεσης διαδικασίας προανάκρισης και προσαγωγής του δράστη σε δικαστική αρχή,χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία. Στις περιπτώσεις αυτές ο ανακριτικός υπάλληλος προχωρεί στη προανάκριση και στη συνέχεια ενημερώνει σχετικά τον Εισαγγελέα περί της έκθεσης που έχει στο μεταξύ συντάξει. Η ειδική αυτή συνοπτική διαδικασία γίνεται μόνο σε περιπτώσεις που το έγκλημα αφορά πταίσμα ή πλημμέλημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πλημμελειοδικείων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχουμε αυτόφωρο έγκλημα, εφόσον σε κάθε περίπτωση δεν έχει περάσει ολόκληρη η επόμενη μέρα από τη
διάπραξη του εγκλήματος και συντρέχει μία από τις εξής περιπτώσεις:
1. Το έγκλημα είναι εν τω πράττεσθαι, δηλαδή όταν ο δράστης συλλαμβάνεται αμέσως τη στιγμή εκείνη, που διαπράττει την αξιόποινη πράξη.
2. Όταν ο δράστης έχει ήδη ολοκληρώσει την πράξη του, αλλά σε πρόσφατο χρόνο. Αναφέρονται ενδεικτικά (που σημαίνει ότι και άλλες περιπτώσεις υπάγονται εδώ) στην παραπάνω σχετική διάταξη ιδίως:
α) η αμέσως, μετά την τέλεση της πράξης, καταδίωξη του δράστη από τη δημόσια δύναμη, ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή,
β) η σύλληψη – οπουδήποτε – του δράστη, που φέρει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ως πολύ πιθανόν ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα, πριν από λίγη ώρα.
Β. Χρονκά όρια αυτόφωρου.
Τα χρονικά όρια του αυτόφωρου αρχίζουν από της στιγμής της τέλεσης της αξιόποινης πράξης και εκπνέουν με τη παρέλευση ολόκληρης της επόμενης μέρας (12η ώρα βραδυνή), η οποία (επόμενη μέρα) κατά τη κρατούσα και ορθότερη πρέπει να υπολογίζεται από μεσονύκτιο της μέρας που ετελέσθη η πράξη, σε μεσονύκτιο (12η ώρα βραδυνή) της επόμενης μέρας, που αποτελεί και ακριβές σημείο εκπνοής του χρονικού ορίου του αυτοφώρου. Συνεπώς μπορεί να υπάρξει ανώτατο χρονικό όριο αυτοφώρου έως και 48 ώρες (για ακρίβεια 47 ώρες και 59 πρώτα λεπτά) π.χ. αν η αξιόποινη τελέσθηκε την 0 και 1′ ώρα σήμερα, η διάρκεια του αυτόφωρου θα είναι κατ ανώτατο χρονικό όριο 47 ώρες και 59 πρώτα λεπτά. Πρακτική συνέπεια της παρελεύσεως του χρόνου του αυτοφώρου είναι ότι κανένας κατά το νόμο δεν μπορεί να συλληφθεί ως δράστης αυτοφώρου (δηλ. χωρίς κοινοποίηση νόμιμου δικαστικού εντάλματος).
Σε πλημμελήματα που είναι τα πραγματικά περιστατικά ξεκάθαρα και ο δράστης έχει συλληφθεί μέχρι το πέρας της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, η υπόθεση εισάγεται δηλαδή χωρίς προδικασία απευθείας στο Αυτόφωρο Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Η ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ: Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει σε κάθε περίπτωση για το αν υπάρχει ή όχι αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, αφού ο νόμος του δίδει το δικαίωμα έκδοσης εντάλματος σύλληψης κατά του διωκόμενου δράστη του επ αυτοφώρου εγκλήματος (άρθ. 275 παρ 3 ΚΠοινΔ), μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια του αυτόφωρου.
Στα επ αυτοφώρω εγκλήματα που διώκονται κατ έγκληση (δηλ. σε εκείνα που απαιτείται καταγγελία του παθόντος, προκειμένου ν ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη) απαγορεύεται η σύλληψη του επ αυτοφώρω δράστη, αν δεν προηγηθεί η κατά νόμον (άρθ. 275 παρ 2 ΚΠοινΔ) υποβολή έγκλησης του παθόντος εντός του χρόνου που διαρκεί το αυτόφωρο.
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ:
Μπορεί να συλληφθούμε και να οδηγηθούμε στο αστυνομικό τμήμα κάτω απ την δικαιολογία ότι έχει διαπραχτεί κάποιο αυτόφωρο έγκλημα. Όταν η αθωότητα μας είναι φανερή,διαμαρτυρόμαστε έντονα.
Στο τμήμα δίνουμε μόνο τα στοιχεία μας και αρνούμαστε να απαντήσουμε σε άλλες ερωτήσεις … βιογραφικά, κατάσταση κατηγορουμένου κ.λ.π ή να τις υπογράψουμε. Αρνούμαστε να δώσουμε δείγμα γραφικού χαρακτήρα.
Μετά από αυτά,απαιτούμε να μας αφήσουν ελεύθερους και αν όχι,να μας δηλωθεί ότι είμαστε κατηγορούμενοι. Εάν είμαστε κατηγορούμενοι, υπογραφούμε την έκθεση σύλληψης αφού βεβαιωθούμε ότι σ αυτή γράφεται η ακριβής ώρα σύλληψης.
Κατόπιν απαιτούμε να τηλεφωνήσουμε σε συγγενείς μας και στον δικηγόρο μας. Αρνούμαοτε σταθερά οποιαδήποτε συζήτηση, κατάθεση κλπ, προτού επικοινωνήσουμε με το δικηγόρο μας.
Η αστυνομία συχνά κάνει προανάκριση, και χωρίς εισαγγελική παραγγελία. Το να αρνηθούμε να απαντήσουμε σαν κατηγορούμενοι στην αστυνομική ανάκριση δεν είναι αδίκημα.
Μπορούμε να καταθέσουμε μόνο με τη φράση αρνούμαι τις κατηγορίες και να το υπογράψουμε ακόμα και αν δεν παρίσταται ο δικηγόρος μας.
Αμέσως ή το πολύ σε 24 ώρες πρέπει να οδηγηθούμε στον εισαγγελέα.
Αν τώρα περάσει το 24ωρο και δεν έχουμε πάει στον εισαγγελέα, διαμαρτυρόμαστε έντονα και απαιτούμε σύμφωνα με το Σύνταγμα να μας αφήσουν ελευθέρους. Μόνο στην περίπτωση που ο τόπος σύλληψης δεν ανήκει στην έδρα του εισαγγελέα, μπορεί να παραταθεί το 24ωρο, και πάντα όχι περισσότερο από τον αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά του κρατούμενου. Η παραβίαση αυτών των προθεσμιών είναι ποινικό αδίκημα για τους υπεύθυνους αστυνομικούς, οπότε μπορούμε να τους μηνύσουμε.
Αν μας οδηγήσουν στον εισαγγελέα, πέραν του 24ώρου, διαμαρτυρόμαστε και εδώ έντονα, απαιτούμε να αφεθούμε ελεύθεροι, και με τον δικηγόρο μας υποβάλλουμε ένσταση.
Αν οδηγηθούμε εμπρόθεσμα, ο εισαγγελέας αποφασίζει αν θα ασκήσει δίωξη ή όχι.
Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας μας απαγγείλει την κατηγορία, μπορεί: (α) ή να μας αφήσει ελεύθερους, και να προσδιορίσει ρητή δικάσιμο
(β) ή να μας παραπέμψει στο αυτόφωρο δικαστήριο (άμεσα ή το αργότερο σε 24 ώρες)
(γ) ή να διατάξει συμπλήρωση της προανάκρισης στο αστυνομικό τμήμα (οπότε ζητούμε να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι)
(δ) ή τέλος αν θεωρήσει ελλιπή τα στοιχεία, να μας παραπέμψει στον ανακριτή για κυρία ανάκριση (άμεσα), οπότε λήγει και η συνοπτική διαδικασία του αυτόφωρου.
Τώρα στο αυτόφωρο Δικαστήριο, μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη αναβολή (το δικαστήριο τη δίνει υποχρεωτικά). Ακόμα το δικαστήριο αποφασίζει για τη συνέχιση ή μη της κράτησης.
Στον ανακριτή πάλι μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη (τουλάχιστον) προθεσμία για να απολογηθούμε (που μας δίνεται υποχρεωτικά). Μέχρι την απολογία μπορεί να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι. Μετά την απολογία στον ανακριτή, ο ανακριτής πρέπει άμεσα ή το πολύ σε 24 ώρες σε συνεργασία με τον εισαγγελέα είτε να εκδώσει ένταλμα προφυλάκισης στα αδικήματα που ο νόμος το επιτρέπει, είτε να μας αφήσει ελεύθερους (και να παραπέμψει την υπόθεση σε Δικαστικό Συμβούλιο).