Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Αρχίζει από σήμερα Σάββατο (30 Σεπτεμβρίου 2017), η αυτόματη ανταλλαγή των τραπεζικών δεδομένων των πολιτών 50 χωρών, υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), που στόχο έχει την κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου.Είναι το οριστικό τέλος του τραπεζικού απορρήτου.Από το συλλογικό αυτό σχήμα θα απουσιάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχουν ήδη εξασφαλίσει σειρά διμερών συμφωνιών για την ανταλλαγή τραπεζικών στοιχείων, κυρίως με το Λουξεμβούργο, το Μονακό και την Ελβετία.
Η λίστα των 50 πρωτοπόρων χωρών θα περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των κρατών της ΕΕ -η Αυστρία θα προσχωρήσει σε έναν χρόνο- περί τις 10 κτήσεις της Αγγλίας και της Δανίας, καθώς και επιφανή μέλη της Ομάδας των 20: Νότια Αφρική, Αργεντινή, Νότια Κορέα και Μεξικό.
Ανγκίγια, Βερμούδες και Νησιά Κέιμαν θα είναι σύντομα χαμένοι «παράδεισοι» για τους φοροφυγάδες, καθώς στις 30 Σεπτεμβρίου, αυτά τα βρετανικά εδάφη θα περιληφθούν στις πρώτες χώρες που θα εφαρμόσουν την αυτόματη ανταλλαγή των τραπεζικών δεδομένων.
Από σήμερα, εάν ένας Γάλλος, για παράδειγμα, ανοίξει λογαριασμό στο Λιχτενστάιν, οι φορολογικές αρχές του Παρισιού δεν θα είναι υποχρεωμένες να ζητήσουν πληροφορίες γι’ αυτόν στη Βαντούζ, οι αρχές της οποίας θα μεταβιβάσουν αυτομάτως το ύψος της κατάθεσης, τα επιτόκια, τα μερίσματα και άλλα κέρδη από την πώληση μετοχών ή ομολόγων.
Η εν λόγω εξέλιξη αποτελεί τον «καρπό» ενός 10ετούς αγώνα κατά της φοροδιαφυγής, που εντάθηκε μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκησαν μεγάλες δυτικές τράπεζες.
Η φοροδιαφυγή δεν θα εξαφανιστεί φυσικά από τη μία μέρα στην άλλη. Αλλά, για να κρύψει κανείς τα χρήματά του στο εξωτερικό, θα πρέπει πλέον να περάσει από από αμφιβόλου ηθικής χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, άρα να ακολουθήσει εξαιρετικά πολύπλοκα και πολύ αμφίβολα κυκλώματα.
Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών θα αλλάξει σε βάθος την φύση των πραγμάτων. Σημείο των καιρών, οι ελβετοί τραπεζίτες δεν δέχονται πλέον πελάτες που δεν δηλώνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και πολλοί άνθρωποι έχουν δηλώσει τους λογαριασμούς τους στο εξωτερικό. Ο Οργανισμός υπολογίζει ότι πρόκειται για έναν αριθμό 500.000 ανά τον κόσμο, που έχουν αποφέρει φόρους ύψους 85 δισεκατομμυρίων ευρώ.Ομως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισήγαγε τον Ιούλιο εξαιρέσεις για ορισμένα «ευαίσθητα» στοιχεία, η δημοσιοποίηση των οποίων θα έβλαπτε εταιρείες,μη δηλωμένες θυγατρικές.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 281/17.3.2009 Πράξη της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν (στο μέτρο της δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), να εξακριβώνουν και να ελέγχουν την ταυτότητα του συναλλασσόμενου/πελάτη τους και να ζητούν έγγραφα που να πιστοποιούν τα συγκεκριμένα στοιχεία του.
Οι διαδικασίες πιστοποίησης και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας προβλέπουν ότι οι τράπεζες ασκούν συνεχή εποπτεία καθ’ όλη τη διάρκεια της συναλλακτικής σχέσης με ενδελεχή εξέταση κάθε συναλλαγής ως προς το αν συνάδει με τη γνώση που έχει η τράπεζα για τον συγκεκριμένο πελάτη της και τις επαγγελματικές δραστηριότητές του.
Η τράπεζα μπορεί επίσης να ζητήσει, σύμφωνα με το ανωτέρω κανονιστικό πλαίσιο, κατ’ εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας, κάθε στοιχείο συναφές με το αντικείμενο και τη φύση της συναλλαγής, όπως στοιχεία σχετικά με την επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα των πελατών της, τις πηγές των περιουσιακών στοιχείων και των εισοδημάτων τους, καθώς και επαλήθευση αυτών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου [ν. 3691/2008, άρθρο 13 (παρ. 1 στοιχ. γ’), όπως τροποποιήθηκε από το ν. 4051/2012, άρθρο 13 παρ. 1, και υπ’ αρ. 2652/2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος], μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος.
Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία και Νομολογία, ως τραπεζικό απόρρητο νοείται η υποχρέωση που έχει η τράπεζα απέναντι στον πελάτη της να σιωπά για τις προσωπικές και οικονομικές υποθέσεις του, που γίνονται γνωστές σ’ αυτήν από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της.
Το τραπεζικό απόρρητο ουσιαστικά δεν ισχύει για το ελληνικό κράτος. Ήδη, διαφορετικές φορολογικές αρχές όπως το ΣΔΟΕ, η Γενική Γραμματεία Εσόδων, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες κ.λπ. αντλούν ταυτόχρονα στοιχεία για τις κινήσεις ιδιωτών στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η δε διαδικασία «ανοίγματος» των τραπεζικών λογαριασμών κινείται σε πλήρη άγνοια των καταθετών, οι οποίοι το διαπιστώνουν εκ των υστέρων. Σε ό,τι αφορά τις φορολογικές αρχές, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο όχι μόνο έχει καταργήσει την έννοια του φορολογικού απορρήτου αλλά έχει επιβάλλει στους υπαλλήλους των τραπεζών την πλήρη αποκάλυψη των σχετικών στοιχείων σε περιπτώσεις ανακόλουθης ή ύποπτης τραπεζικής συμπεριφοράς των καταθετών.
Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι η έννοια του τραπεζικού απορρήτου έχει πάψει να υφίσταται επί της ουσίας.