Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, Ίμβρο και Τένεδο και την περιοχή κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία. Ανέκτησε επίσης την περιοχή της Σμύρνης και την διεθνοποιημένη ζώνη των Στενών. Με την ως άνω Συνθήκη, επικυρώθηκε η ελληνική κυριαρχία σε Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Η Συνθήκη εισάγει έναν νέο όρο, την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα, αποτελεί κριτήριο για την ανταλλαγή. Χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα, 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι Χριστιανικού θρησκεύματος. Μετακινήθηκαν προς την Τουρκία,670.000 έλληνες υπήκοοι ,Μουσουλμανικού θρησκεύματος. Εξαιρέθηκαν από αυτή την ανταλλαγή 125.000 Έλληνες,κάτοικοι Κωνσταντινούπολης και 6.000 κάτοικοι Ίμβρου, Τενέδου.Στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1955,η έκρηξη στον κήπο του τουρκικού προξενείου Θεσσαλονίκης, θα αποτελέσει την αφορμή για το πρωτοφανή για τα παγκόσμια χρονικά διωγμό,των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν είχαν εξοντωθεί οικονομικά, με τον κεφαλικό φόρο. Μέσα σε εννέα περίπου ώρες καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι καθώς και οι τάφοι των Πατριαρχών στη Μονή Βαλουκλή.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.Υπεγράφη στην Λωζάνη της Ελβετίας,στις 24 Ιουλίου του 1923,από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών. Κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας.Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ .
Την Συνθήκη της Λωζάνης, υπογράφουν η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Η ΓΑΛΛΙΑ, Η ΙΤΑΛΙΑ, Η ΙΑΠΩΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΟ ΣΕΡΒΟ-ΚΡΟΑΤΟ-ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ.
Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Συνθήκη (Convention ή Treaty) χαρακτηρίζεται κάθε συμφωνία που παρέχει συγκλίνουσες βουλήσεις ή σύμπτωση αυτών δύο ή περισσοτέρων υποκειμένων (μερών) του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το έγγραφο, στο κείμενο του οποίου, διατυπώνονται αυτές.
Τα μέρη εν προκειμένω, υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να είναι Κράτη, Αρχηγοί Κρατών, Ηγεμόνες ή Πρόεδροι, ή ακόμη και “Διεθνείς Οργανισμοί”.Οι προφορικές συμφωνίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν Συνθήκες.
Στο Διεθνές Δίκαιο σε ευρύτατη χρήση είναι οι όροι «Convention» και «Treaty». Και όμως στην ελληνική γλώσσα ο όρος Convention παρότι χρησιμοποιείται με τρεις βασικές εννοιολογικές χρήσεως δεν μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη, ο δε δεύτερος όρος Treaty χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως συνώνυμος του πρώτου. Γενικά και οι δύο όροι κατά βάση σημαίνουν συνθήκη .Κατά την εφαρμογή των Συνθηκών πολλές φορές έχει διαπιστωθεί να αναφύονται περιπτώσεις προβλημάτων ερμηνείας των διατάξεών τους σε έννοιες που κατά την σύστασή τους ή παραβλέφθηκαν ή δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ερμηνεία γίνεται (αναζητείται) είτε δια της διπλωματικής οδού,απ΄ ευθείας από τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε δια διεθνούς διαιτητικής ή δικαστικής πράξης, όπου αποφαίνεται το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο. Στο εσωτερικό πεδίο, εκάστου των συμβαλλομένων, η ερμηνεία δίδεται είτε από το νομοθετικό σώμα, (εκδίδοντας ερμηνευτικούς νόμους, διατάγματα), είτε από τα δικαστήρια.
Γενικά η διεθνής νομολογία έχει διατυπώσει τους ακόλουθους επτά ερμηνευτικούς κανόνες:
Την αρχή της καλής πίστης, που οδηγεί στην αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, βάσει του κειμένου ή άλλων στοιχείων.
Την αρχή της καθόλου έρευνας΄του κειμένου και όχι τμηματικά αυτού.
Την αρχή όπου σαφείς διατάξεις δεν χρήζουν ερμηνειών, όπου εν προκειμένω εφαρμόζονται έστω και αν δεν ικανοποιούν τους συμβαλλόμενους.
Την αναζήτηση της σκοπιμότητας.
Την ερμηνεία εκ της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων στη πράξη
Την προσφυγή σε προπαρασκευαστικές εργασίες, εφόσον το κείμενο παρουσιάζει ασάφειες. Και τέλος,
Την εφαρμογή της “συσταλτικής ερμηνείας” που επάγει τις ολιγότερες υποχρεώσεις από τους συμβαλλομένους.
Κατά την ευρεία έννοια Αναθεωρήση Συνθήκης ονομάζεται κάθε τροποποίηση των διατάξεων συγκεκριμένης Συνθήκης που μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κοινής συμφωνίας των Κρατών που έχουν συνομολογήσει αυτή.
Κατά τη “στενή ερμηνεία” του όρου αναθεώρηση σημαίνει τροποποίηση των διατάξεών της συγκεκριμένης συνθήκης ή άλλων Συνθηκών σύμφωνα με την προβλεπόμενη υπό της συγκεκριμένης Συνθήκης ειδική διαδικασία. Δηλαδή διαδικασία που προβλέπει η ίδια η Συνθήκη είτε αμέσως είτε μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.Κατά κανόνα με καταγγελία συνθήκης λήγουν μόνο οι διμερείς συνθήκες. Η καταγγελία συνθήκης εκ μέρους μιας των συμβαλλομένων Χωρών αποτελεί πάντα μονομερής πράξη. Δι΄ αυτής ένα συμβαλλόμενο Κράτος ανακοινώνει τη πρόθεσή του, με ρητή κοινοποίηση, ότι παύει να δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη Συνθήκη.
Στη προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ειδικότερα η δυνατότητα (προβλεπόμενη) που μπορεί να παρέχει η ίδια η Συνθήκη για την ευχέρεια καταγγελίας της. Αν δεν υφίσταται τέτοια διάταξη που να περέχει τέτοια ευχέρεια τότε η καταγγελία συνιστά πράξη αθέμιτο, και τούτο διότι θεωρητικά δεν βασίζεται σε μονομερή βούληση αλλά στη συμβατική άδεια που παρέχει η συνθήκη από τη σύναψή της.Σε περιπτώσεις συλλογικής ή πολυμερούς διακρατικής Συνθήκης η καταγγελία επιφέρει την μείωση και μόνο του αριθμού των συμβαλλομένων Κρατών. Πολλές διεθνείς συνθήκες σήμερα προβλέπουν λόγο καταγγελίας σε περιπτώσεις ουσιώδους παραβίασης της συνθήκης.
Τα άρθρα 54 έως 63 της Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (1969) προβλέπουν τους τρόπους λήξης και αναστολής αυτών. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η λήξη ισχύος πραγματοποιείται κυρίως με την εκτέλεση των συμβατικών δεσμεύσεων. Εκτός αυτού, όμως, η λήξη είναι δυνατόν να επέλθει λόγω της κοινής βούλησης των συμβαλλομένων για κατάργηση ή αντικατάσταση, ή της αρνητικής βούλησης ενός εκ των συμβαλλομένων (καταγγελία), ή και λόγω της επέλευσης απρόβλεπτων εξωτερικών γεγονότων (π.χ. πόλεμος). Όσον αφορά την αναστολή, αυτή καθίσταται εφικτή είτε επειδή έχει προβλεφθεί από το περιεχόμενο της ίδιας της συνθήκης, είτε επειδή έχουν επιβληθεί όροι στους οποίους συμφώνησαν μεταγενέστερα όλα τα συμβαλλόμενα κράτη.
Άρα,για την τροποποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης, απαιτείται η σύμπραξη όλων των μερών,δηλαδή όλων των κρατών που την υπέγραψαν.