Οι συζητήσεις στην Αθήνα που συνεχίζονται σήμερα μεταξύ των Μοσκοβισί (Κομισιόν) – Κερέ (ΕΚΤ) και της κυβέρνησης, έχουν στόχο να ξεκαθαρίσουν το τοπίο των επικείμενων αποφάσεων στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Τα “δεδομένα” των άτυπων συζητήσεων που γίνονται τα τελευταία 24 ωρα στο πλαίσιο των “μελών” του Washington Group και κυρίως μεταξύ του γερμανικού ΥΠΟΙΚ και του ΔΝΤ “έχουν καταλήξει”, όπως διαβεβαιώνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις υπηρεσιακά στελέχη του ESM που εργάζονται εδώ και καιρό πάνω στο project της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Και από τις δύο πλευρές υπάρχει βεβαιότητα ότι “η συμφωνία είναι δυνατή με την προϋπόθεση οτι η Αθήνα θα υιοθετήσει τις υποχρεώσεις” που θα προκύπτουν από αυτή και οι οποίες – όπως έγραψε αναλυτικά το Σάββατο το “Κεφάλαιο” – συνδέονται με την λήψη μέτρων που θα διασφαλίζουν για μία τετραετία την επίτευξη του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3% – 3,5% του ΑΕΠ.
Το πακέτο των άμεσης εφαρμογής μέτρων (τα αποκαλούμενο και βραχυπρόθεσμο) είναι ήδη έτοιμο και ολοκληρωμένο με βασικό άξονα την μεταβολή των κυμαινόμενων επιτοκίων των δανείων του EFSF/ESM σε σταθερά και μία επέκταση της μέσης διάρκειας κατά 4,5 έτη.
Στο πακέτο αυτό που αποφέρει μία απομείωση του χρέους σε τρέχουσες αξίες κατά 20%, το ΔΝΤ επιφυλάσσεται και αντιπαραθέτει οτι χρειάζεται επιπλέον επιμήκυνση του χρέους με παράλληλη συμμετοχή σε αυτή και των διακυβερνητικών δανείων (GLF) και επιπλέον παρεμβάσεις που να οδηγούν σε μακροπρόθεσμα (πέραν της 50ετίας) σε απομείωση της τρέχουσας αξίας του κατά τουλάχιστον 20% επιπλέον.
Ήδη στα μεσοπρόθεσμα μέτρα τα οποία έχουν σχεδιασθεί στις γενικές τους γραμμές, έχουν συμπεριληφθεί αποφάσεις που αφορούν στην καλύτερη δυνατή διαχείριση των ANFAs και SNPs (ελληνικά ομόλογα που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ευρωπαϊκοί θεσμοί – κεντρικές τράπεζες, ΕΚΤ, κ.λ.π.), περαιτέρω επιμήκυνση της μέσης διάρκειας του χρέους (αλλά όχι πέραν του 2040 όπως ζητάει το ΔΝΤ) και άλλες παρεμβάσεις.
Όλα αυτά όμως δεν αναιρούν την απαίτηση της γερμανικής πλευράς για διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης των 3 – 3,5% του ΑΕΠ για την τετραετία που ακολουθεί την λήξη του ελληνικού προγράμματος ήτοι μέχρι και το 2022.
Το ΔΝΤ είναι έτοιμο να δεχθεί ένα τέτοιο συμβιβασμό με την προϋπόθεση οτι αυτή η δέσμευση της Ελλάδας θα συνοδεύεται με μέτρα τα οποία θα την διασφαλίζουν σε περίπτωση που η οικονομία δεν έχει αποδώσει τα προβλεπόμενα μέχρι τότε.
Και τα μέτρα αυτά θέλει να έχουν “νομοθετηθεί” από τώρα, δηλαδή πριν αρχίσει η σταδιακή εφαρμογή των άμεσης εφαρμογής μέτρων για το χρέος.
Αυτό δεν θα αναιρέσει τις επιφυλάξεις του ΔΝΤ για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αλλά θα επιτρέψει “διατυπώσεις” τέτοιες που “να νομιμοποιούν” αφ’ ενός την παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα και αφ’ εταίρου την υπό προϋποθέσεις μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα …σαλαμοποιηθεί και στο πρώτο μεσοπρόθεσμο βιώσιμο κομμάτι της θα αγκιστρωθεί και θα νομιμοποιηθεί η ενσωμάτωσή του στο πρόγραμμα ποσοτική χαλάρωσης από την ΕΚΤ.
Όλα αυτά βέβαια θα εξαρτηθούν από το αν και πώς θα βρεθεί μία πολιτική φόρμουλα που θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποδεχθεί τους όρους της συμφωνίας χωρίς να τεθεί σε αμφισβήτηση η σταθερότητα της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας…