Γράφει ο Σάκης Ιωαννίδης
Οικονομολόγος – Μέλος στην Συνέλευση των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
Μέλος Εκτελεστικής Γραμματείας και Πολιτικής Επιτροπής ΝΔ
Η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφέρει ένα έκτακτο επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους, χρησιμοποιώντας τα χρήματα που αποταμιεύτηκαν από το πλεόνασμα που κατέγραψε η ελληνική οικονομία.
Τα πλεονάσματα είναι πάντα θεμιτά, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από πραγματική ανάπτυξη της Οικονομίας και όχι μόνο από φόρους και μειώσεις μισθών ή συντάξεων, όπως γίνεται στην χώρα μας.
Καταρχάς είναι πια ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για 13η σύνταξη, το επικοινωνιακό τέχνασμα της Κυβέρνησης κατέρρευσε. Είναι ένα εφάπαξ βοήθημα που όμως θα ανακουφίσει -έστω και πρόσκαιρα- μια μερίδα συμπολιτών μας που το έχουν ανάγκη. Μια ανάγκη όμως, που δημιούργησε η ίδια η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μειώνοντας για ακόμα μια φορά τις συντάξεις.Συμβαίνει δηλαδή το εξής οξύμωρο: Από την μια να δίνουν κάποια χρήματα στους συνταξιούχους και από την άλλη να τους τα παίρνουν μέσω των μειώσεων των συντάξεων στο πολλαπλάσιο.
Τα χρήματα όμως αυτά, θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί αποτελεσματικότερα μέσα από ένα ορθολογικό σχέδιο, ώστε να προσφέρουν πολλαπλάσια οφέλη στην πραγματική Οικονομία και να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης. Μιλώ για ένα στοχευμένο πρόγραμμα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας για νέους και μακροχρόνια ανέργους. Άλλωστε, τι πιστεύει κανείς ότι θα έδινε μεγαλύτερη ικανοποίηση σε ένα συνταξιούχο; Ένα εφάπαξ βοήθημα ή το να βρειδουλειάτο παιδί ή τοεγγόνιτου;
Το ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι να ζει σε μόνιμη λιτότητα, με το κράτος να παρέχει «χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι» στους πολίτες. Η πρόκληση είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, ώστε οι πολίτες να πετύχουν και να συνδράμουν μέσα από την αύξηση της παραγωγής στην πλήρη επανεκκίνηση της ασθμαίνουσας οικονομίας μας.
Η μείωση φόρων, η δημιουργία σταθερού και ασφαλούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι προτάσεις γνωστές και κατατεθειμένες. Σε αυτές όμως θα μπορούσε να προστεθεί και ο «κουμπαράς» των περίπου 700 εκατομμυρίων ευρώ του πλεονάσματος, προκειμένου αυτό να προσδώσει μια αναπτυξιακή διάσταση στην οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, μια ορθολογική επιλογή θα ήταν με αυτά τα χρήματα η δημιουργία ενός προγράμματος επιδότησης εργασίας για νέους ανθρώπους και ανέργους. Με τον δείκτη ανεργίας να είναι μόνιμα σε ανοδική τάση, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα εξασφάλιζε τους μισθούς ενός χρόνου για 60 χιλιάδες ανθρώπους, εντάσσοντάς τους στην αγορά εργασίας. Με πρόχειρους υπολογισμούς αναλογούν περίπου 970 ευρώ σε κάθε εργαζόμενο, χωρίς αποκλειστικά τα χρήματα να αποτυπώνουν το πλήρες μέγεθος αυτής της -πραγματικής –επένδυσης στο εργατικό δυναμικό της χώρας.
Εκτός από το πολύ σημαντικό μισθολογικό κομμάτι, οι επωφελούμενοι από αυτό το πρόγραμμα, θα προσέθεταν στο ενεργητικό τους ένσημα, αλλά και πολύτιμη εργασιακή εμπειρία, ενώ -για τους λάτρεις των αριθμών- η ανεργία θα μειωνόταν κατά σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ταυτόχρονα, όφελος θα είχαν και οι επιχειρήσεις, καθώς θα ενίσχυαν το ανθρώπινο τους δυναμικό με εξειδικευμένο προσωπικό σε μια εποχή που αδυνατούν να προσλάβουν νέο προσωπικό, πολλές φορές και εις βάρος της παραγωγής.
Φυσικά με την δέσμευση της ελληνικής Κυβέρνησης για πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, αυτό το πρόγραμμα θα μπορούσε να επεκταθεί τόσο σε χρονική διάρκεια, όσο και στον αριθμό των δικαιούχων λειτουργώντας ως πραγματικός μοχλός ανάπτυξης.
Τέτοιες παρεμβάσεις χωρίς δημοσιονομικό κόστος μπορούν να πάνε την Ελλάδα μπροστά, να επανεκκινήσουν τη μηχανή της οικονομίας και να δώσουν μια νέα προοπτική σε νέους ανθρώπους και ανέργους. Διαφορετικά, τι νόημα έχει μια ανάπτυξη στα χαρτιά, που δε μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στην πραγματική οικονομία;