Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα).
Διαχρονικά, το ελληνικό δημόσιο έχει προβεί πολλές φορές στην ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, καταβάλλοντας δισεκατομμύρια ευρώ, από τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, χωρίς να απαιτήσει με νόμο, την υποχρεωτική διαγραφή τμήματος των δανείων νοικοκυριών που έχουν πραγματική αδυναμία πληρωμής. Με βάση την πράξη νομοθετικού περιεχομένου με ΦΕΚ Α 75/30-3-2020, προβλέπεται αναστολή καταβολής δόσεων και αναστολή προθεσμιών διενέργειας διαδικαστικών πράξεων, για χρονικό διάστημα τριών μηνών, χωρίς να επέρχονται συνέπειες λόγω της μη καταβολής: στους δανειολήπτες που ήδη έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του νόμου Κατσέλη ή έχουν ενταχθεί στον εξωδικαστικό συμβιβασμό ή έχουν υπαχθεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας και ήταν ενήμεροι μέχρι την πανδημία. Ειδικότερα η τρίμηνη αναστολή, για τους δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη, αφορά αυτούς που πλήττονται από τα μέτρα της εξάπλωσης του Κορωνοϊού, δηλαδή αφορά αυτούς που ο ΚΑΔ τους, έχει συμπεριληφθεί στις πληττόμενες δραστηριότητες, καθώς και τους εργαζόμενους που έχουν τεθεί οι συμβάσεις τους, σε αναστολή. Δεν αφορά όλους τους δανειολήπτες που προσέφυγαν στο νόμο 3869/2010 Κατσέλη με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του. Συνεπώς, αυτοί που δεν υπάγονται στις παραπάνω περιπτώσεις, συνεχίζουν να πληρώνουν κανονικά, προσωρινές διαταγές και δόσεις δικαστικών αποφάσεων. Βέβαια, οι δανειολήπτες έχουν την δυνατότητα να διαπραγματευτούν ιδιωτικά με την τράπεζα ή τα funds ή τις εταιρείες διαχείρισης, προς αναζήτηση καλύτερης ρύθμισης. Εκτός από την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ο κάθε δανειολήπτης, έχει δικαιώματα που του αναγνωρίζει το Ευρωπαϊκό και το Ελληνικό δίκαιο. Δηλαδή, θα μπορούσε να επικαλεστεί απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, όπως ορίζεται στο άρθρο 388 του Αστικού κώδικα. Πριν από οποιαδήποτε ρύθμιση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αν το δάνειο, δεν πληρωθεί για 2 ή 3 ή 5 ή 6 μήνες, απαγορεύεται η τράπεζα να υπολογίσει τους εξωλογιστικούς τόκους, τους οποίους οφείλει να διαγράψει. Όλα τα δάνεια περιέχουν παράνομες χρεώσεις, όπως λάθος υπολογισμό του επιτοκίου, υπολογισμό τόκων κτλ.. Συμπερασματικά, με κλειστά δικαστήρια και αναστολή καταδιωκτικών μέτρων, δεν υφίσταται λόγος πανικού, που θα μας οδηγήσει να ρυθμίσουμε βεβιασμένα , αποδεχόμενοι οφειλές που μπορούμε να μειώσουμε. Η πανδημία με σωστούς χειρισμούς, θα μπορούσε να αποδειχθεί ευκαιρία καλής ρύθμισης για τον δανειολήπτη. Η κυβέρνηση , εξαιτίας του Κορωνοϊού, κάλεσε τις διοικήσεις των τραπεζών, να βρουν μόνες τους λύση για τους δανειολήπτες των υπολοίπων κόκκινων δανείων και οι τράπεζες προτείνουν αναστολή καταβολής των δόσεων μέχρι τέλος Ιουνίου.
Έως και το 2018 προστατευόταν μόνο τα κόκκινα δάνεια τα οποία είναι συνδεδεμένα με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας, αντικειμενικής αξίας έως 140.000 ευρώ, καθώς και εκείνα που έχουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημόσιου.Ανεξαρτήτως κατηγορίας – τα δάνεια, (στεγαστικά, καταναλωτικά, επισκευαστικά, δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων, αγροτών, καθώς και τα δάνεια μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων), που έχουν διασφάλιση σε πρώτη κατοικία, με αντικειμενική αξία μέχρι 140.000 ευρώ (και χωρίς κάποιο εισοδηματικό κριτήριο) προστατευόταν από την πώληση έως και το 2018. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης καθώς και του επιτοκίου. Επίσης αναφέρεται πως σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας (fund) δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, ακόμα κι αν τέτοιο δικαίωμα υφίστατο συμβατικά για τον εκχωρητή.
Η τράπεζα θα πρέπει να τους ενημερώσει ότι το δάνειο τους πουλήθηκε σε τρίτο.
Οι συμβάσεις που έχουν υπογράψει με την τράπεζα από την οποία δανείστηκαν (δηλαδή επιτόκιο, διάρκεια αποπληρωμής κλπ) δεν αλλάζουν.
Σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής μιας δόσης, ακόμα και μία ημέρα, θα δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις από εισπρακτικές εταιρείες.
Αν η πληρωμή καθυστερήσει 3 μήνες –δηλαδή 90 μέρες- την 91η μέρα θα ενημερωθούν ότι είναι απαιτητό το σύνολο της οφειλής, διαφορετικά θα κινηθούν διαδικασίες κατάσχεσης.
Αναφορικά με τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις καθώς και τις Εταιρείες Απόκτησης από δάνεια και πιστώσεις αυτές θα μπορούν να είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού με έδρα την Ελλάδα ή εταιρείες που θα έχουν έδρα σε κράτος μέλος της ΕΟΧ υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποκατάστημα τους στην Ελλάδα. Στην περίπτωση των εταιρειών που θα αγοράζουν τα κόκκινα δάνεια θα μπορούν να έχουν έδρα και σε χώρα εκτός της ΕΟΧ υπό την προϋπόθεση ότι δεν βρίσκονται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς και συνεργάζεται στην ανταλλαγή οικονομικών στοιχείων με την Ελλάδα.
Προβλέπεται η πώληση εξυπηρετούμενων δανείων εφόσον ανήκουν στον ίδιο δανειολήπτη ενώ αναγκαία προϋπόθεση για την πώληση των δανείων είναι ο δανειολήπτης και ο εγγυητής να έχουν προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση μέσα σε 12 μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή και μετά την ψήφιση του νόμου για να διακανονίσουν τις όφειλες με βάση γραπτή πρόταση που περιλαμβάνει συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΤτΕ. Εξαιρούνται απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων.
Πρώτη Κατοικία ονομάζεται η κύρια κατοικία ενός προσώπου όπου διαμένει μόνιμα. Ένα πρόσωπο μπορεί να κατέχει πολλές κατοικίες ( μονοκατοικίες ή διαμερίσματα ) αλλά μόνο μία απο αυτές μπορεί να δηλωθεί ως Πρώτη ή Κύρια Κατοικία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αυτή που αδειοδοτεί τις εταιρείες, ελέγχοντας τους μετόχους, τη δομή και το business plan, με ειδική αναφορά στην αντιμετώπιση κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Η ΤτΕ ελέγχει τη λειτουργία των εταιρειών και μπορεί επίσης να τερματίζει, να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδειά τους. Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο το οποίο οφείλει να διατηρεί η εταιρεία η οποία εξαγοράζει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ορίζεται στις 100.000 ευρώ. Η κεντρική τράπεζα θα εξειδικεύσει τα κριτήρια, τις προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας.
Οι εταιρείες αυτές μπορούν να λάβουν άδεια από την ΤτΕ να χορηγούν πιστώσεις με σκοπό την αναχρηματοδότηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Προβλέπεται άρση του τραπεζικού απορρήτου, στο μέτρο που είναι αναγκαία για τις ανάγκες της διαχείρισης, ενώ τίθενται όρια στην άρση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και στην ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη στην εταιρεία διαχείρισης, καθώς αυτά επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διαχείρισης.
Διασφαλίζεται για τους δανειολήπτες τόσο η εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου προστασίας του καταναλωτή όσο και η ειδική μέριμνα που προβλέπεται σε διατάξεις της νομοθεσίας για ευπαθείς ομάδες, όπως στον Κώδικα Δεοντολογίας.
Οι συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης αφορούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών, αλλά προβλέπεται ότι θα μπορούσαν να υπαχθούν και εξυπηρετούμενα δάνεια μόνο μαζί με απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ίδιου οφειλέτη.
Οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να προσλαμβάνουν εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, του τραπεζικού απορρήτου, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
Η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων αφορά δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών. Αντικείμενο της μεταβίβασης είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων, ενώ σε ομάδα απαιτήσεων κατά του ίδιου δανειολήπτη μπορούν να περιλαμβάνονται και απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων που εξυπηρετούνται κανονικά.
Αναγκαία προϋπόθεση για την πώληση απαιτήσεων είναι να έχει προταθεί πριν από 12 μήνες στον δανειολήπτη και τον εγγυητή, με εξώδικη πρόσκληση, η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο. Ο στόχος είναι να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός των οφειλετών, ενώ η συγκεκριμένη προθεσμία δεν ισχύει στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.
Προβλέπεται ρητά η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του οφειλέτη και του εγγυητή, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, ως συνέπεια της πώλησης ή της μεταβίβασης των απαιτήσεων. Εξασφαλίζεται με τον τρόπο αυτό ότι οι δανειολήπτες θα διατηρήσουν όλα τα δικαιώματά τους καθώς και τις δικονομικές και ουσιαστικές ενστάσεις τους έναντι του εκδοχέα των απαιτήσεων από συμβάσεις χορήγησης δανείων και πιστώσεων.
Τα funds λειτουργούν με αμιγώς χρηματοοικονομικά κριτήρια και όχι με κοινωνικά κριτήρια. Δηλαδή δεν θα λάβουν υπόψη τους ότι ο δανειολήπτης μπορεί να είναι άνεργος ή να του έχει μειωθεί ο μισθός στο μισό. Θέλει να πληρωθεί στην ώρα με κάθε τρόπο.
Μόνη προστασία θα είναι οι ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, για άνεργους, ασθενείς δανειολήπτες και για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από 25.000 ευρώ.
Η είσπραξη του δανείου θα συνεχίσει να γίνεται (κατά 99%) από την τράπεζα που τα πούλησε. Προκειμένου δε να μην είναι «αμελής» η τράπεζα στην είσπραξη αυτών των δανείων, θα προβλέπονται ρήτρες σύμφωνα με τις οποίες αν αυξηθούν οι επισφάλειες στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο, η τράπεζα θα πρέπει να επιστρέψει στο fund τμήμα των χρημάτων που έλαβε από την πώληση του.