Ποινή ισόβιας κάθειρξης και
ένα χρόνο για περιύβριση νεκρού επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καστοριάς, στον Τάσο Τσιουχάρα για τη δολοφονία της 37χρονης γυναίκας του Ανθής Λινάρδου τον περασμένο Ιανουάριο στο Βελβεντό Κοζάνης.
Το δικαστήριο υιοθέτησε ομόφωνα την εισαγγελική πρόταση και καταδίκασε, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, σε ισόβια κάθειρξη τον δράστη του εγκλήματος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση ενώ μετέτρεψε την πρόταση του εισαγγελέα από δύο χρόνια για περιύβριση νεκρού σε ένα έτος.
Η πρόταση των ενόρκων σε ότι αφορά την ενοχή του δράστη του στυγερού εγκλήματος ήταν ομόφωνη.
Η διαδικασία στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καστοριάς ήταν μαραθώνια. Ξεκίνησε στις 10 το πρωί και ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση της απόφασης του δικαστηρίου στις 23.00.
Όταν αργά το βράδυ ο καταδικασμένος για το φόνο της 37χρονης Ανθής βγήκε από το δικαστήριο για να μεταφερθεί στη φυλακή, πλήθος κόσμου που είχε συγκεντρωθεί έξω από το δικαστικό μέγαρο τον αποδοκίμασε έντονα. «Αλήτη, φονιά, παλιοπού…, βάλε θηλιά ρε αρχ…, καταραμένε».
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=eYciovmeWhc]
Δείτε στο video του kozanimedia.gr τη στιγμή που η αστυνομία συγκρατεί συγγενείς της άτυχης 37χρονης που επιχείρησαν να επιτεθούν στον δολοφόνο της αλλά τους συγκράτησαν οι αστυνομικοί.
Ένταση όμως επικράτησε και μέσα στη δικαστική αίθουσα όταν στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, ο Τάσος Τσιουχάρας κατηγόρησε την οικογένεια του θύματος πως «προσπαθούν να με αποξενώσουν από τα παιδιά μου και εμένα και τους γονείς μου. Θέλω να δω τα παιδιά μου!». Μόλις ακούστηκε η φράση του, επικράτησε ένταση, από την πλευρά τόσο του πατέρα της Ανθής Λινάρδου όσο και από την αδερφή της, λέγοντας: «Τα παιδιά να τα αφήσεις ήσυχα!»
Η απολογία
Ο Τάσος Τσιουχάρας καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου με σκυμμένο το κεφάλι. Αρχίζοντας την απολογία του, σύμφωνα με το kozanilife.gr είπε: «Είχαμε ερωτευθεί παράφορα με την Ανθή. Αφοσιώθηκα στην οικογένειά μου πλήρως. Η Ανθή είχε παράλογες απαιτήσεις, ενώ είχε γίνει πολύ οξύθυμη τελευταία και ήταν αυταρχική. Προσπαθούσα να της κάνω όλα τα χατίρια. Μου είχε πει ότι ήθελε να χωρίσουμε. Την αγαπούσα και συνεχίζω να την αγαπάω. Στις 23 Δεκεμβρίου κατεβήκαμε στην Αθήνα και στις 31 εγώ ξανακατέβηκα μόνος. Τις είχα πάρει δώρα και μπότες. Είχε βγάλει τον νάρθηκα»…
.
Το μοιραίο βράδυ
«Επιστρέφοντας το μοιραίο βράδυ στις 21:00, η Ανθή πήγε να ξαπλώσει. Είδα ότι κάτι την απασχολούσε. Πήγα με ήρεμο τρόπο και της είπα: Τι κάνεις; Είσαι κουρασμένη; Εκείνη μου απάντησε πως δεν είχε όρεξη και με έδιωξε. Θύμωσα και της είπα: γιατί το κάνεις αυτό; Να προσπαθήσουμε… Εκείνη μου είπε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε.
Κοίταξα τα μηνύματά της στο κινητό, και όταν της είπα λεπτομέρειες, εκείνη μου είπε “να μη σε νοιάζει τι κάνω εγώ”. Της απάντησα πως δε θέλω να χωρίσουμε και τη ρώτησα ποιος είναι ο λόγος που θέλει εκείνη να χωρίσουμε. “Μήπως είναι τα μηνύματα που ανταλλάσσεις;” τη ρώτησα… Με έβρισε… Δε θυμάμαι από εκεί και πέρα τι με έπιασε… Θόλωσα, την έπιασα από το λαιμό, στο ενδιάμεσο τη χτύπησα… Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ πως… Και μετά κατάλαβα ότι δεν ανταποκρίνεται αλλά ήταν πλέον αργά. Προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε… Αυτό που μου προκάλεσε αυτή την αντίδραση ήταν το ότι μου επιτέθηκε εκείνη.
Κάθισα να σκεφτώ, τι θα κάνω; Προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά τα πράγματα και τις σκέψεις μου στο μυαλό μου. Θυμάμαι ότι έκλαιγα. Δεν ζήτησα βοήθεια γιατί ήταν πλέον αργά. Εγώ φταίω για αυτό που συνέβη και πρέπει να τιμωρηθώ. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν τα παιδιά. Φοβήθηκα ότι θα μου τα πάρουν. Πήρα την απόφαση να εξαφανίσω το πτώμα για να αποφύγω τις συνέπειες. Την έβαλα στο φορτηγάκι ώστε να μη φαίνεται, έτρεχα σαν τρελός και προσπαθούσα να σκεφτώ που να πάω το πτώμα.
Σκέφτηκα να πάω στη λίμνη. Μετά, σκέφτηκα το χωράφι… Κινήσεις πανικού. Προσπάθησα να βρω μια πειστική ιστορία…
Δεν κοιμήθηκα κανονικά από τότε και δεν ξέρω πότε θα ξανακοιμηθώ κανονικά…
Ζητάω συγνώμη για την πράξη μου, ο Θεός να με συγχωρέσει…».