Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών -Συνταγματολόγος- Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα.
Ως μία απολύτως μελετημένη κίνηση με βαρύνουσα γεωπολιτική αλλά και οικονομική σημασία χαρακτηρίζεται η υπογραφή της συμφωνίας για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ της Αιγύπτου και της Ελλάδας, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο. Η συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο για την ελληνική διπλωματία αποτελούσε ένα λεπτό και εξαιρετικά σύνθετο θέμα και είναι χαρακτηριστικό ότι συνομολογήθηκε μετά από 13 γύρους διαπραγματεύσεων, 15 χρόνια μετά την έναρξή τους.
Τα οφέλη που αποκομίζουν οι ελληνικές θέσεις είναι σημαντικά και έρχονται σε συνέχεια της συμφωνίας για τη χάραξη ΑΟΖ με την Ιταλία. Και η νέα συμφωνία κατοχυρώνει την επήρεια των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, είναι νομικά ισχυρή και συνομολογείται από δύο νόμιμα κράτη και από διεθνώς αναγνωρισμένες κυβερνήσεις. Είναι δηλαδή υπέρτερο γεωπολιτικά, πολιτικά και νομικά σε σχέση με τη καθόλα προβληματική συμφωνία του Λίβυου στρατάρχη Σάρατζ με την Τουρκία.
Οι τουρκικοί χάρτες, αλλά και το τουρκολιβυκό μνημόνιο έδιναν μηδενική επήρεια ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά. Πλέον, με τη συμφωνία που υπεγράφη με την Αίγυπτο, δίνεται πλήρης επήρεια και ταυτόχρονα καταργείται στην πράξη το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο επιχειρούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη θαλασσίων συνόρων μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας. Η συμφωνία οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης Ελλάδας- Αιγύπτου:
- Διασφαλίζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα όπως ορίζονται από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας μεταξύ 26ου και 28ου μεσημβρινού.
- Ακυρώνει de facto και de jure την συμφωνία Σάρατζ – Τουρκίας στο πλέον επικίνδυνο για την Ελλάδα τμήμα των αμφισβητούμενων για την Άγκυρα θαλάσσιων συνόρων μας.
- Ενισχύει την προοπτική υλοποίησης των μεγάλων ενεργειακών έργων διασύνδεσης της νοτιοανατολικής Μεσογείου μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου και Ελλάδας.
Η οριοθέτηση είναι μερική ,αλλά αυτό δε συνεπάγεται ότι η Ελλάδα δε θα οριοθετήσει και δε θα υπερασπισθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ανατολικότερα στο υπόλοιπο τμήμα που μένει προς οριοθέτηση με την Αίγυπτο και την Κύπρο. Διαχρονικά, η Τουρκία προκαλεί, προβαίνει σε παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου μας και αμφισβητεί ελληνικά εδάφη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσφυγή της χώρας μας, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι η ύπαρξη προσυμφωνου (συνυποσχετικο) μεταξύ Ελλάδος- Τουρκίας, στο οποίο θα αναγράφονται τα θέματα ,που οι δύο χώρες ζητούν να συζητηθούν. Αποκλειστικά και μόνο αυτά τα θέματα μπορούν να συζητηθούν και η απόφαση του δικαστηρίου, θα αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα. Στο προσύμφωνο- συνυποσχετικο, θα πρέπει να οριστούν οι διαφορές που θα παραπεμφθούν στο Δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα διαχρονικά αναγνωρίζει ως διαφορά της με την Τουρκία, μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Ενώ η Τουρκία, έχει θέσει πολλά ζητήματα. Σημειώνεται δε ότι οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι δεσμευτικές για τα διαδικα κράτη. Εκτός από την απόφαση, η Ελλάδα δικαιούται να ζητήσει γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ακόμα και αν δεν είναι νομικά δεσμευτική. Οι γνωμοδοτήσεις δεν δεσμεύουν νομικά, αλλά έχουν αποδειχθεί πολιτικά χρήσιμες. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης , είναι το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο του Ο.Η. Ε.. Η απόφαση του, είναι τελεσίδικη. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης, τείνουν να είναι συμβιβαστικές και μεσοβεζικες. Άρα, εάν θεωρούμε ότι έχουμε 100% δίκιο στην διαμάχη με την Τουρκία, τότε μία απόφαση θα μπορούσε να είναι υπέρ μας κατά 60-80% . Εκτός από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, υπάρχει και το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, που εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας, για θέματα Δικαίου στην Θάλασσα, στα κράτη μέλη του ΟΗΕ, όπου παρέχεται η ελευθερία επιλογής δικαστηρίου για την επίλυση αναφυομενων σχετικών διαφορών, προσφεύγοντας είτε σ’ αυτό, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε σε διαιτητικά δικαστήρια. Η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει και στην οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την Κύπρο ή με την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τα άρθρα 55,56, 57 του τμήματος V του Δικαίου της Θάλασσας, η αποκλειστική οικονομική ζώνη, είναι μία θαλάσσια ζώνη παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφος του, τη θαλάσσια στήλη και την επιφάνεια της θάλασσας ως μία απόσταση 200 μιλίων από την ακτή, μειωμένη όμως ανάλογα με το εύρος της παρακείμενης αιγιαλίτιδας ζώνης. Σ’ αυτή την ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, την διατήρηση και την διαχείριση των θαλάσσιων πόρων ζωντανών ή άλλων της περιοχής ή οικονομική εξερεύνηση και παραγωγή ενέργειας. Η κύρια διαδικασία οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, γίνεται με την συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών ( π.χ. Ελλάδα με Κύπρο ή Ελλάδα με Αίγυπτο), έπειτα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις, μέθοδος που δεν επιδέχεται εξαίρεση με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, υιοθετήθηκε η μέση γραμμή ή η ίση απόσταση, επιλογή που υποδηλώνει ότι λήφθηκε υπόψη ολικά ή μερικά η ύπαρξη νησιών. Οι συμφωνίες θαλάσσιας οριοθέτησης , αγνόησαν τη σημασία των γεωλογικών ή γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών, ενώ άλλες επικαλυψαν υποθαλάσσιες περιοχές που περιείχαν κοιλότητες ή χαντάκια σε μεγάλο βάθος. Η σύνταξη προσύμφωνου- συνυποσχετικου με την Τουρκία, ως υποχρεωτικό προστάδιο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, συναντά δυσκολίες, καθώς η Τουρκία επιθυμεί να συμπεριληφθούν πολλά ζητήματα μαζί και αμφισβητεί τελευταία θεσμούς και διεθνείς συμφωνίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, από τον Τούρκο Πρόεδρο, έλαβε χώρα και σε ελληνικό έδαφος, κατά την τελευταία επίσκεψη του, στην χώρα μας.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.Υπεγράφη στην Λωζάνη της Ελβετίας,στις 24 Ιουλίου του 1923,από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών.Κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας.Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ .
Την Συνθήκη της Λωζάνης,υπογράφουν η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Η ΓΑΛΛΙΑ, Η ΙΤΑΛΙΑ, Η ΙΑΠΩΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΟ ΣΕΡΒΟ-ΚΡΟΑΤΟ-ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ.
Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Συνθήκη (Convention ή Treaty) χαρακτηρίζεται κάθε συμφωνία που παρέχει συγκλίνουσες βουλήσεις ή σύμπτωση αυτών δύο ή περισσοτέρων υποκειμένων (μερών) του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το έγγραφο, στο κείμενο του οποίου, διατυπώνονται αυτές.
Τα μέρη εν προκειμένω, υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να είναι Κράτη, Αρχηγοί Κρατών, Ηγεμόνες ή Πρόεδροι, ή ακόμη και “Διεθνείς Οργανισμοί”.Οι προφορικές συμφωνίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν Συνθήκες.
Στο Διεθνές Δίκαιο σε ευρύτατη χρήση είναι οι όροι «Convention» και «Treaty». Και όμως στην ελληνική γλώσσα ο όρος Convention παρότι χρησιμοποιείται με τρεις βασικές εννοιολογικές χρήσεως δεν μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη, ο δε δεύτερος όρος Treaty χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως συνώνυμος του πρώτου. Γενικά και οι δύο όροι κατά βάση σημαίνουν συνθήκη .Κατά την εφαρμογή των Συνθηκών πολλές φορές έχει διαπιστωθεί να αναφύονται περιπτώσεις προβλημάτων ερμηνείας των διατάξεών τους σε έννοιες που κατά την σύστασή τους ή παραβλέφθηκαν ή δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ερμηνεία γίνεται (αναζητείται) είτε δια της διπλωματικής οδού,απ΄ ευθείας από τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε δια διεθνούς διαιτητικής ή δικαστικής πράξης, όπου αποφαίνεται το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο. Στο εσωτερικό πεδίο, εκάστου των συμβαλλομένων, η ερμηνεία δίδεται είτε από το νομοθετικό σώμα, (εκδίδοντας ερμηνευτικούς νόμους, διατάγματα), είτε από τα δικαστήρια.
Γενικά η διεθνής νομολογία έχει διατυπώσει τους ακόλουθους επτά ερμηνευτικούς κανόνες:
Την αρχή της καλής πίστης, που οδηγεί στην αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, βάσει του κειμένου ή άλλων στοιχείων.
Την αρχή της καθόλου έρευνας΄του κειμένου και όχι τμηματικά αυτού.
Την αρχή όπου σαφείς διατάξεις δεν χρήζουν ερμηνειών, όπου εν προκειμένω εφαρμόζονται έστω και αν δεν ικανοποιούν τους συμβαλλόμενους.
Την αναζήτηση της σκοπιμότητας.
Την ερμηνεία εκ της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων στη πράξη
Την προσφυγή σε προπαρασκευαστικές εργασίες, εφόσον το κείμενο παρουσιάζει ασάφειες. Και τέλος,
Την εφαρμογή της “συσταλτικής ερμηνείας” που επάγει τις ολιγότερες υποχρεώσεις από τους συμβαλλομένους.
Κατά την ευρεία έννοια Αναθεωρήση Συνθήκης ονομάζεται κάθε τροποποίηση των διατάξεων συγκεκριμένης Συνθήκης που μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κοινής συμφωνίας των Κρατών που έχουν συνομολογήσει αυτή.
Κατά τη “στενή ερμηνεία” του όρου αναθεώρηση σημαίνει τροποποίηση των διατάξεών της συγκεκριμένης συνθήκης ή άλλων Συνθηκών σύμφωνα με την προβλεπόμενη υπό της συγκεκριμένης Συνθήκης ειδική διαδικασία. Δηλαδή διαδικασία που προβλέπει η ίδια η Συνθήκη είτε αμέσως είτε μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.Κατά κανόνα με καταγγελία συνθήκης λήγουν μόνο οι διμερείς συνθήκες. Η καταγγελία συνθήκης εκ μέρους μιας των συμβαλλομένων Χωρών αποτελεί πάντα μονομερής πράξη. Δι΄ αυτής ένα συμβαλλόμενο Κράτος ανακοινώνει τη πρόθεσή του, με ρητή κοινοποίηση, ότι παύει να δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη Συνθήκη.
Στη προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ειδικότερα η δυνατότητα (προβλεπόμενη) που μπορεί να παρέχει η ίδια η Συνθήκη για την ευχέρεια καταγγελίας της. Αν δεν υφίσταται τέτοια διάταξη που να περέχει τέτοια ευχέρεια τότε η καταγγελία συνιστά πράξη αθέμιτο, και τούτο διότι θεωρητικά δεν βασίζεται σε μονομερή βούληση αλλά στη συμβατική άδεια που παρέχει η συνθήκη από τη σύναψή της.Σε περιπτώσεις συλλογικής ή πολυμερούς διακρατικής Συνθήκης η καταγγελία επιφέρει την μείωση και μόνο του αριθμού των συμβαλλομένων Κρατών. Πολλές διεθνείς συνθήκες σήμερα προβλέπουν λόγο καταγγελίας σε περιπτώσεις ουσιώδους παραβίασης της συνθήκης.
Τα άρθρα 54 έως 63 της Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (1969) προβλέπουν τους τρόπους λήξης και αναστολής αυτών. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η λήξη ισχύος πραγματοποιείται κυρίως με την εκτέλεση των συμβατικών δεσμεύσεων. Εκτός αυτού, όμως, η λήξη είναι δυνατόν να επέλθει λόγω της κοινής βούλησης των συμβαλλομένων για κατάργηση ή αντικατάσταση, ή της αρνητικής βούλησης ενός εκ των συμβαλλομένων (καταγγελία), ή και λόγω της επέλευσης απρόβλεπτων εξωτερικών γεγονότων (π.χ. πόλεμος). Όσον αφορά την αναστολή, αυτή καθίσταται εφικτή είτε επειδή έχει προβλεφθεί από το περιεχόμενο της ίδιας της συνθήκης, είτε επειδή έχουν επιβληθεί όροι στους οποίους συμφώνησαν μεταγενέστερα όλα τα συμβαλλόμενα κράτη.
Εν κατακλείδι, είναι δύσκολη η σύνταξη προσύμφωνου-συνυποσχετικού με την Τουρκία, ως υποχρεωτικό προστάδιο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθώς η Ελλάδα διαχρονικά αναγνωρίζει ως διαφορά της, με την Τουρκία, μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Ενώ η Τουρκία, θέτει πολλά ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι Τελεσίδικη και Δεσμευτική για όλους. Η Ελλάδα δύναται μόνη της, με την Κύπρο ή την Αίγυπτο να προχωρήσει άμεσα και στην οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.