Γράφει ο Χρήστος Ηλ.Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών.
Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται ή η προτροπή σε μη εκπλήρωση συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα για κάθε αρμόδιο υπάλληλο.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους,σε μεγάλο αριθμό γνωμοδοτήσεών του δέχεται ότι οι διατάξεις αυτές, επιβάλλουν την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται απροφασίστως και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση στις αποφάσεις των δικαστηρίων (ΓΝΜ ΝΣΚ 130/2012, 137/2012, 154/2012). Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται παγίως ότι «η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος» ( ΣτΕ 1995, 1518/2014, 2559/2011, 677/2010, 2557/2006, 3191/2005 και 21/2008, 43/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002).
Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα υπέχει και προσωπική ευθύνη προς αποζημίωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989 οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος πρέπει να συμμορφώνονται, κατά περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του ΣτΕ ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό.
Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ανακαλέσει την παράνομη πράξη της, η σχετική δε παράλειψή της, τεκμαιρόμενη με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 “κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η διατήρηση παράνομων διοικητικών πράξεων δεν δικαιολογείται από την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, η οποία υπαγορεύει την γενική αρχή του δικαίου περί μη υποχρέωσης ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, ενώ αντιθέτως έρχεται σε οξεία αντίθεση προς τις αρχές του Κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, ενόψει των οποίων ανακύπτει υποχρέωση των διοικητικών οργάνων και για την εκ των υστέρων άρση παράνομων νομικών ή πραγματικών καταστάσεων.
Εφόσον η ακυρωθείσα πράξη ανήκει στη δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης, η τελευταία οφείλει να την εκδώσει αποφεύγοντας όλα τα νομικά ελαττώματα για τα οποία ακυρώθηκε, δεσμευόμενη όμως από την ερμηνεία του δικαστηρίου. Επομένως, εάν ακυρώθηκε άρνηση της Διοίκησης να χορηγήσει οικοδομική άδεια μολονότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, η διοικητική αρχή οφείλει να την εκδώσει. Περαιτέρω, η Διοίκηση οφείλει να προβεί και σε υλικές ενέργειες ή πράξεις εκτέλεσης που είναι αναγκαίες για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης: διαγραφή της πειθαρχικής ποινής από τον υπηρεσιακό φάκελο μετά την ακύρωσή της, κατεδάφιση του κτίσματος μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας [ΣτΕ 759/1994], σφράγιση καταστήματος μετά την ακύρωση της παράνομης άδειας λειτουργίας του, επαναφορά υπαλλήλου στην υπηρεσία μετά την ακύρωση της απόλυσής του.
Αν η ακυρωθείσα πράξη είναι διακριτικής ευχέρειας, η Διοίκηση οφείλει και πάλι να την επανεκδώσει, ακόμη και αν η διακριτική ευχέρεια αφορά την ίδια την έκδοση της πράξης. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η διοικητική αρχή έχει επιχειρήσει την έκδοση της πράξης, είναι έργο χρηστής διοίκησης να μην υπαναχωρήσει, αλλά να συνεχίσει τη διαδικασία. Πρέπει όμως αυτή τη φορά να κάνει καλή χρήση και να μην υπερβεί τα άκρα όρια της ευχέρειας αυτής.
Περαιτέρω η Διοίκηση οφείλει να επαναφέρει τα πράγματα όχι απλώς στην προτέρα κατάσταση, αλλά στο σημείο στο οποίο θα είχαν εξελιχθεί εάν δεν είχε μεσολαβήσει η ακυρωθείσα πράξη. Πρόκειται για τη λεγόμενη «πλήρη ή δυναμική αποκατάσταση».
Σε περίπτωση ακύρωσης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η Διοίκηση πρέπει να προβεί το ταχύτερο στην έκδοση της πράξης προσδίδοντάς της μάλιστα αναδρομική ισχύ. Η έκδοση πράξης μετά από ακύρωση παράλειψης είναι αναγκαία, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να αναπληρώσει τη Διοίκηση ούτε να της απευθύνει διαταγές. Συνεπώς η ακύρωση της άρνησης δεν ισοδυναμεί με χορήγηση άδειας ούτε η ακύρωση παράλειψης προαγωγής ισοδυναμεί με προαγωγή. Εν προκειμένω, βεβαίως, εφόσον πρόκειται για πράξεις διακριτικής ευχέρειας, η συμμόρφωση έγκειται σε νέα κρίση και απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας όμως θα καθοριστεί από την ίδια τη Διοίκηση.
Σημειώνεται εν προκειμένω ότι με την απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014, το Δικαστήριο εφάρμοσε για πρώτη φορά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3α του Ν. 4274/2014 [«3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες]. Έκρινε, λοιπόν ότι η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας θα ήταν ακυρωτέα, κατ’ αποδοχή προβαλλόμενου λόγου, και μάλιστα από το χρόνο συντέλεσης αυτής. Το Δικαστήριο, όμως, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας αφ’ ενός τα έννομα συμφέροντα των αιτούντων και αφ’ ετέρου το έντονο δημόσιο συμφέρον, συνιστάμενο στην αποφυγή αιφνίδιας διαταραχής των φορολογικών εσόδων του Κράτους, υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες, έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3α του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, πρέπει, αντί αναδρομικής ακυρώσεως, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στη Διοίκηση να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Έκρινε δε ότι, προς τούτο, το τρίμηνο που προβλέπει η οικεία διάταξη δεν αποτελεί επαρκές χρονικό διάστημα, για το λόγο αυτό, πρέπει να χορηγηθεί στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης.
Η νομιμότητα διοικητικής πράξης κρίνεται κατά το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου έκδοσής της. Επομένως, τυχόν μεταβολή των νομικών και πραγματικών δεδομένων δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμότητα της πράξης ούτε την αναδρομική ακύρωσή της. Λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος των ακυρωτικών αποφάσεων, η ακύρωση ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεως της αρχικής πράξης [ΣτΕ 2130/2002 , 3454/2002 , 2558/2009 7μ., 783/2012 .
Η δραστικότερη μορφή συμμόρφωσης είναι η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου. Εν τούτοις, το άρθρο 8 του Ν. 2097/1952 απαγόρευε επί δεκαετίες την εκτέλεση καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηματικές οφειλές και δικαστικές δαπάνες σε βάρος του Δημοσίου. Το προνόμιο αυτό είχε επεκταθεί και υπέρ των ΟΤΑ με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.Δ. 31/1968. Η νομολογία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έκρινε τη διάταξη αυτή ως ανεφάρμοστη λόγω αντίθεσης προς τα άρθρα 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 περ. γ΄, 14 παρ.1 του ΔΣΑΠΔ, καθώς και στα άρθρα 20 παρ. 1 και 26 παρ. 3 του Συντάγματος. Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, το 2001, η ρύθμιση του 94 παρ. 4 εδ. γ΄προέβλεψε ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, ως νόμος ορίζει.
Σε νομοθετικό επιπεδο, θα πρέπει να αναφερθεί ο Ν. 2522/1997 (άρθρο 6 παρ. 1), το οποίο (ήδη πριν από την αναθεώρηση) όριζε ότι οι δικαστικές που εκδίδονται κατ’εφαρμογή του νόμου αυτού είναι εκτελεστές με τα συνήθη μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον καταστούν αμετάκλητες. Το άρθρο 199 παρ. 1 του ΚΔΔ όρισε ότι οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 ΚπολΔ. Ως προς το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΠολΔ (άρθρο 199 παρ. 2), ενώ ως προς την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδει το Δημόσιο εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΕΔΕ.
Ο νόμος που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ΄του Συντάγματος ήταν ο Ν 3068/2002, ο οποίος επαναλαμβάνει την υποχρέωση συμμόρφωσης του Ελλνικού Δημοσίου στις δικαστικές αποφάσεις. Ως δικαστικές αποφάσεις ορίζονται όλες οι αποφάσεις των διοικητικών,πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που τάσσει κάθε απόφαση. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου που έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ επιτρέπεται μετά την παρέλευση 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ.
Δικαστική προστασία επί μη συμμόρφωσης : Αν το Δημόσιο προβαίνει σε έκδοση ρητής πράξης αντίθετης προς την υποχρέωση συμμόρφωσής του, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει εκ νέου κατ’αυτής στα διοικητικά δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει και για τις ρητές αρνήσεις συμμόρφωσης στην υποχρέωση έκδοσης πράξης [ΣτΕ 3626/2010, Ολ 1028/1993]. Πάντως, οι σιωπηρές αρνήσεις συμμόρφωσης ή παραλείψεις διενέργειας υλικών πράξεων συμμόρφωσης δεν προσβάλλονται παραδεκτώς [ΣτΕ 30/2009, 3510/2002, 1531/1992], καθόσον έχει παγίως κριθεί ότι η άρνηση της διοίκησης να προβεί στις σχετικές ενέργειες συμμόρφωσης προς ακυρωτική απόφαση δεν συνιστά παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, κατά την έννοια του αρθρ. 45 παρ. 4 του π.δ.18/1989 και δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματι, οι μεν σιωπηρές αρνήσεις θα οδηγούσαν άσκοπα σε ατέρμονες δίκες, ενώ η παραλείψεις διενέργειας υλικών πράξεων συμμόρφωσης δεν συνιστούν παραλείψεις οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπό την τεχνική έννοια του όρου.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ):
Τα κράτη μέλη,δεσμέυονται από τις αποφάσεις του ΔΕΕ. Επιβολή του δικαίου (διαδικασίες επί παραβάσει): πρόκειται για διαδικασίες κατά των κρατών μελών για μη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Τις διαδικασίες αυτές μπορεί να κινεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή άλλο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος το οποίο διαπιστώνεται ότι έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, οφείλει να προβεί αμέσως σε διορθωτικές ενέργειες, ειδάλλως κινδυνεύει να ασκηθεί εναντίον του δεύτερη προσφυγή, που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή προστίμου. Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών της ΕΕ οφείλουν να μεριμνούν για τη σωστή εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο όμως μπορεί να ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο. Αν ένα εθνικό δικαστήριο έχει κάποια αμφιβολία σχετικά με την ερμηνεία ή την ισχύ κάποιου ευρωπαϊκού νόμου, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει διευκρινίσεις από το Δικαστήριο. Η ίδια διαδικασία μπορεί επίσης να ακολουθηθεί για να προσδιοριστεί κατά πόσον ένας εθνικός νόμος ή μια εθνική πρακτική συνάδουν με το δίκαιο της ΕΕ.
Αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου :
Το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ υποχρεούνται να συμμορφώνονται στις αποφάσεις των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρκεί αυτές να είναι τελεσίδικες. Το Δημόσιο υποχρεούται να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές, αφού αυτές αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 § 2β Κ.Πολ.Δ., όταν μάλιστα έχουν ασκηθεί και απορριφθεί τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα άμυνας. Επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου κλπ. Νομικών Προσώπων στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία και με βάση τους αναφερόμενους στα άρθρα 904 κα 905 εκτελεστούς τίτλους, ως απόρροια του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, που πηγάζει από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, διότι η αναγκαστική εκτέλεση είναι ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και αναγκαία αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος. Και ναι μεν οι λοιποί εκτελεστοί τίτλοι δεν αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 3068/2002, πλην τούτο δεν μεταβάλλει τα πράγματα, διότι αφού ο νομοθέτης δεν επιτρέπει αυτοδικία, τη θέση της απαγορευμένης αυτοδικίας καταλαμβάνει η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται και στους εκτελεστούς τίτλους των άρθρων 904 και 905 Κ.Πολ.Δ. και να παρέχει τη δυνατότητα υλοποίησης αυτών με αναγκαστική εκτέλεση, κατ’ εφαρμογή της εγγυώμενης από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ πραγμάτωσης των προβλεπομένων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων και β) κατά πλειοψηφία (από 19 μέλη) δέχθηκε για το θέμα της σχέσης των ανωτέρω εκτελεστών τίτλων με τον ενεργούμενο από το Συνέδριο έλεγχο νομιμότητας των δαπανών, κατά το άρθρο 17 § 1β και 3 του Π.Δ/τος 774/980, ότι όταν το δικαίωμα του δικαιούχου στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό από αυτούς των άρθρων 904 και 905 Κ.Πολ.Δ., το Συνέδριο ελέγχει, αφενός μεν το τύποις υποστατό του επικαλούμενου εκτελεστού τίτλου, αφετέρου δε παρεμπιπτόντως την νομιμότητα και κανονικότητα της δαπάνης, διότι το Συνέδριο δεσμεύεται μόνο από αποφάσεις δικαστηρίων που εκδόθηκαν ύστερα από διαγνωστική δίκη και διότι έτσι διασφαλίζεται η νομιμότητα της εκταμίευσης του δημοσίου χρήματος. Κατά τη μειοψηφία (από 6 μέλη) το Συνέδριο υποχρεούται να συμμορφωθεί με τον υπάρχοντα άλλο νόμιμο εκτελεστό τίτλο και δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα ο έλεγχος ή μη της ορθότητας αυτού, διότι ο τυπικά εκτελεστός τίτλος αποτελεί νόμιμο και πλήρη δικαιολογητικό, που αποδεικνύει νόμιμη απαίτηση.
Συνταγματικό Δικαστήριο: Η Ελλάδα δεν διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο . Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ανώτατο (ακυρωτικό) δικαστήριο (του διοικητικού δικαστικού κλάδου), αλλά δεν είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο». Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ένα από τα τρία δικαστήρια της χώρας μας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), οι αποφάσεις των οποίων αφενός δεν υπόκεινται στον έλεγχο ενός ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, αφετέρου δύνανται να ενεργοποιήσουν την ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος. Εάν υπήρχε Συνταγματικό Δικαστήριο,τότε οι αποφάσεις του,θα είχαν ισχύ νόμου,από την δημοσιευσή τους,χωρίς να απαιτείται προηγούμενη πράξη της δημόσιας διοίκησης. Απαραίτητη προϋπόθεση,είναι η αξιοκρατική εκλογή των Δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το μη ανανεώσιμο της θητείας των συνταγματικών δικαστών είναι μια εξίσου σημαντική πρόταση που συνδέεται με το καθεστώς λειτουργίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως μιας συμπληρωματικής βαθμίδας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων , όπως άλλωστε και η συνταγματική επιταγή, η επιλογή των προσώπων που θα το στελεχώνουν, να λαμβάνεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής κατόπιν αυξημένης πλειοψηφίας, π.χ. των δυο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ο Έλληνας δικαστής πρέπει να διατηρήσει εις ακέραιο τη δικαιοθετική του αρμοδιότητα ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος, να μην εφαρμόζει,δηλαδή, νόμο που θεωρεί αντισυνταγματικό και μόνο, εφόσον έχει επιληφθεί του
ελέγχου το Συνταγματικό Δικαστήριο, να αναστείλει τη δίκη και να διατάξει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα. Κατά αυτόν τον τρόπο αναιρείται το επιχείρημα ότι η ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα Συνταγματικού Δικαστηρίου θα προκαλέσει μια περαιτέρω χρονική επιβάρυνση κατά την απονομή της
συνταγματικής δικαιοσύνης.