Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Αντιναρκωτικού Αγώνα, Γιάννης Δαραβίγκας, από το 1987 έχει ξεκινήσει ακούραστα έναν μαραθώνιο με σκοπό την ενημέρωση του κόσμου για τη μάστιγα των ναρκωτικών.
Για την αρωγή και το έργο του έχει βραβευτεί αμέτρητες φορές από την Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και γενικότερα από την Ελληνική Αστυνομία.
Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα και δυσεπίλυτα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών με κοινωνικές αλλά και οικονομικές προεκτάσεις.
Τα ναρκωτικά καθώς και άλλα κοινωνικά προβλήματα όπως η εγκληματικότητα, η βία και η νεανική παραβατικότητα, βρίσκονται σε άμεσο συσχετισμό με αδυναμίες τις κοινωνίας μας, του εκπαιδευτικού μας συστήματος αλλά και των κρατικών δομών πρόληψης και θεραπείας. Η πολιτική για τα «ναρκωτικά» δεν δύναται να αναπτυχθεί απομονωμένη από τις μακροκοινωνικές αλλαγές.
Αντίθετα, υπάρχει μια πραγματικά στενή σχέση μεταξύ των επιλογών της πολιτικής για τα
«ναρκωτικά» και των ευρύτερων πολιτικοκοινωνικών και πολιτισμικών θεμάτων.
Ποιος είναι ο Γιάννης Δαραβίγκας
Ο Γιάννης Δαραβίγκας είναι απόφοιτος του Α’ Οικονομικού Λυκείου Αθηνών,
πτυχιούχος Σχολής Φυσικοθεραπείας και δύο χρόνια μετεκπαίδευσης στη Βιέννη.
Απόφοιτος της Σχολής Χημικών Παρασκευαστών Αθηνών.
Ξένες Γλώσσες: Αγγλικά-Γαλλικά.
Στρατιωτικές υποχρεώσεις: Υπαξιωματικός πεζικού στο Τριεθνές (Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα).
Πρόεδρος της Εθνικής Eπιτροπής Αντιναρκωτικού Αγώνα πριν της ίδρυσης του ΟΚΑΝΑ.
Πρόεδρος και ιδρυτής από το 1987 του «Πανελλήνιου Αντιναρκωτικού Αγώνα» (Π.ΑΝΤ.Α) (αρ.πρωτοδικ. Αθηνών 4452/87).
Ο (Π.ΑΝΤ.Α) έχει οργανώσει συνέδρια – σεμινάρια για την αστυνομία και για άλλες υπηρεσίες. Ομιλίες – παρεμβάσεις – καταγγελίες σε θέματα πρόληψης από την μάστιγα των ναρκωτικών και όχι μόνο. Χορηγίες στην ΕΛ.ΑΣ – Ε.Υ.Τ.Ε σε υλικό εξοπλισμό όπως κινητά τηλέφωνα, ασυρμάτους, γραφική ύλη – μηχανήματα όπως FΑΧ κ.λ.π.
Συνεργασία και ενημερωτικές ομιλίες σε συλλόγους γονέων. Βραβεύσεις των υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ και του ειδικού τμήματος του Τελωνείου (για την δράση τους κατά των ναρκωτικών). Δημοσιεύσεις στα Μ.Μ.Ε άρθρων και παρεμβάσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Παρεμβάσεις – καταγγελίες για τις φυλακές του Κορυδαλλού καθώς και όλης της χώρας για τη διακίνηση ναρκωτικών.
Πρόεδρος του εξωραϊστικού και πνευματικού κέντρου Πεδίου Άρεως.
Εκτός από την συνεργασία με τον Δήμο σε θέματα πρασίνου και περιβάλλοντος της περιοχής, σημαντικό έργο ήταν η σηματοδότηση του κόμβου Βαρβάκη και Μομφεράτου στον Άγιο Ελευθέριο και στην είσοδο του σχολικού συγκροτήματος.
Πρόεδρος του μη κυβερνητικού οργανισμού «Πρωτοβουλία Πολιτών κατά της Διαφθοράς»
Μέχρι σήμερα κατά την διάρκεια της θητείας του Γιάννη Δαραβίγκα ως πρόεδρος , εκατόν είκοσι υποθέσεις διαφθοράς εστάλησαν στον Εισαγγελέα και στα αρμόδια υπουργεία προς έρευνα και αντιμετώπιση.
Ειδικό βραβείο της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών Ηνωμένων Πολιτειών.
Ειδικό βραβείο Αρχηγού ΕΛ.ΑΣ.
Ειδικό βραβείο Ε.Υ.Τ.Ε (Υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών του Τελωνείου).
Μέλος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηνωμένων Εθνών.
Με απόφαση της τότε υπουργού Υγείας Κας Μαριέττας Γιαννάκου τοποθετήθηκε στην θέση του προέδρου του Ταμείου Εργατών Τύπου και αναπληρωτής πρόεδρος του Ταμείου συντάξεως Εκτελωνιστών(1991-1993).
Επιχειρηματίας επί σειρά ετών δυο Φυσικοθεραπευτηρίων και ιδιοκτήτης του Πολυδύναμου Ιατρικού Κέντρου «ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ» στην Λεωφ.Αλεξάνδρας στην Αθήνα.
Σήμερα είναι διαπιστευμένος Αστυνομικός συντάκτης και δημοσιογραφεί σε πλήθος εντύπων.
Η χρήση παράνομων ουσιών αυξάνεται, δυστυχώς, με γοργό ρυθμό στις μέρες
μας, τόσο γρήγορα μάλιστα όσο και οι καταλυτικές γεωπολιτικές αλλαγές, καθώς και οι
περιβαλλοντικές μεταβολές. Εξελίσσεται σε ένα τεράστιο πρόβλημα, ώστε να καθίσταται
άκρως αναγκαία η ανεύρεση λύσεων που να αντιμετωπίσουν την μάστιγα των
ναρκωτικών άμεσα και καθοριστικά. Όλα ανεξαιρέτως τα ναρκωτικά ασκούν επιβλαβή
επίδραση στον οργανισμό (έστω και σε διαφορετικό βαθμό ή τρόπο το καθένα)
ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για ήπια ή σκληρά ναρκωτικά και για παραδοσιακά
ναρκωτικά ή ψυχοτρόπες ουσίες, και τούτο διότι τα ναρκωτικά είναι εξ ορισμού τοξικές
ουσίες, των οποίων η επανειλημμένη κατανάλωση οδηγεί σε περιοδική ή χρόνια
τοξίνωση, δηλ. σε δηλητηρίαση του οργανισμού. Τα περισσότερα πολιτειακά μέτρα που
έχουν ληφθεί σήμερα για την καταπολέμηση του κοινωνικού αυτού προβλήματος είναι
αρκετά, πολλά εκ των οποίων όμως αποδείχθηκαν σε πρακτικό επίπεδο
αναποτελεσματικά και ανεπαρκή, καθόσον η κοινωνική αυτή μάστιγα αυξάνεται
ραγδαίως.
Η πολιτεία και οι αρμόδιοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί φορείς υποχρεούνται
να παρακολουθούν συστηματικώς τις εκφάνσεις αυτού του προβλήματος και κυρίως να
αναζητούν τους λόγους και τις αιτίες του, καθόσον στο πρόβλημα των ναρκωτικών
εμπλέκονται πολλαπλά και σύνθετα συμφέροντα, με κυριότερο το οικονομικό κέρδος. Ο
τρόπος εισβολής των ναρκωτικών γίνεται ολοένα και λιγότερο ελέγξιμος. Αποτελούν
έναν εξελισσόμενο κίνδυνο ο οποίος έχει καταστήσει πρωταρχικά διάτρητο τον
οικογενειακό ιστό και ακολούθως το κοινωνικό σύστημα υγείας και πρόληψης.
Μεταμορφώνεται, μεταμφιέζεται και διαλανθάνει της προσοχής του κράτους και της
κοινωνίας, καθιστάμενο ολοένα και λιγότερο ελέγξιμο και συχνά μη προβλέψιμο. Όπως
είναι γνωστό, η δικαιϊκή και κοινωνική πολιτική που επιλέγεται συνήθως για την
αντιμετώπιση του πολυσχιδούς προβλήματος των ναρκωτικών επικεντρώνεται στη
μείωση της ζήτησης, της προσφοράς και της βλάβης.
Η μείωση της ζήτησης καλύπτει
τους τομείς της πρωτογενούς πρόληψης που αφορά όλο τον πληθυσμό και της δευτερογενούς που απευθύνεται στις ομάδες που βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο να
εμπλακούν με τα ναρκωτικά. Με τους διάφορους τρόπους αποθάρρυνσης της ζήτησης
επιδιώκεται να κρατηθούν μακριά από την εξάρτηση τα νεοεισερχόμενα άτομα. Στη
μείωση της ζήτησης μπορεί όμως να εστιαστεί και η τριτογενής πρόληψη, η οποία
αναφέρεται σε άτομα που έχουν απεξαρτηθεί και έχουν ανάγκη κοινωνικό-ψυχολογικής
στήριξης για να μην υποτροπιάσουν. Επειδή η εξάπλωση των ναρκωτικών συνοδεύεται
από αύξηση και άλλων εγκλημάτων (κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες κ.λ.π.) και επειδή
έπονται και άλλες βλάβες σε κοινωνικό ή ατομικό επίπεδο, όπως θάνατοι ή μολύνσεις
από ηπατίτιδα, AIDS κ.λ.π., γίνεται φανερό ότι η μείωση της προσφοράς και της βλάβης
παρουσιάζουν συνάφεια και αλληλεξάρτηση.
Αναμφισβήτητα, για την σωστή και επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος της
ουσιοεξάρτησης στην Ελλάδα απαιτείται συνεχή επανεξέτασή του και προσαρμογή
μέτρων και τακτικής αντιμετώπισής του στα νέα δεδομένα. Με σκέψη ελεύθερη,
προσδιορισμένη από θεωρήσεις επιστημονικές, αλλά και ανθρωπιστικές, θα πρέπει οι
πολιτειακοί και κοινωνικοί φορείς να τολμούν να απορρίπτουν παλιές τακτικές, να
παραδειγματίζονται από τα λάθη του παρελθόντος και να καθίστανται ευπρόσδεκτοι σε
νέες αντιλήψεις και τακτικές προκειμένου να σχεδιάσουν τη στρατηγική εκείνη που θα
συμβάλει στην ουσιαστική επίλυση του προβλήματος των ναρκωτικών.
Έννοια ναρκωτικών
Με τον όρο ναρκωτικά νοούνται γενικά οι ουσίες εκείνες, φυτικής ή χημικής
προέλευσης που ασκούν ποικίλη φαρμακολογική ενέργεια στο κεντρικό νευρικό
σύστημα των ανθρώπων, από της απλής διεγερτικής μέχρι της κατασταλτικής και έχουν
την κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα να προκαλούν εθισμό ή κατά την ορολογία της
Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας «εξάρτηση φυσική ή χημική».
Από νομική σκοπιά, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3459/2006 (Κώδικας
Νόμων για τα Ναρκωτικά)
1. Ναρκωτικά, κατά την έννοια του νόμου αυτού, είναι
ουσίες τεχνητές ή φυσικές που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν
εξάρτηση του ατόμου από αυτές.
2. Οι ουσίες που υπάγονται στα ναρκωτικά περιλαμβάνονται ιδίως στους παρακάτω τέσσερις πίνακες Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄. Οι ουσίες που υπάγονται στα ναρκωτικά περιλαμβάνονται «ιδίως» στους ως άνω
αναφερόμενους πίνακες Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ οι οποίοι παρατίθενται αναλυτικά στην
παράγραφο 2 του Ν. 3459/2006, ενώ με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της
Επιτροπής Ναρκωτικών και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να
προστίθενται ή να αφαιρούνται ουσίες στις κατηγορίες του άρθρου αυτού ή να
μεταφέρονται από τη μια κατηγορία στην άλλη ή να μεταβάλλονται οι όροι και οι
προϋποθέσεις της διάθεσής τους, κυρίως σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις.
Στο παρόν άρθρο καταχωρούνται πίνακες με 284 ουσίες, λ.χ. όπιο, κοκαΐνη, κωδεΐνη, μεθαδόνη,
μορφίνη κ.λ.π., οι οποίες θεωρούνται από το νόμο ως ναρκωτικές ουσίες και από τη
νομολογία κρίθηκε ότι η απαρίθμηση στο νόμο είναι ενδεικτική («ιδίως»). Αν μια ουσία
δεν αναφέρεται ρητώς, είναι δυνατή η καταδίκη, εφόσον βεβαιώνεται από το δικαστήριο
ότι η ουσία αυτή διά της χρήσεως προκαλεί τοξικομανία ή εξάρτηση.
Διάκριση Εξαρτητικών Ουσιών
Με μια πρακτική γενική κατάταξη, οι ουσίες που αποκαλούμε ναρκωτικά είναι:
1) εκείνες που δημιουργούν κατάσταση χαλάρωσης, λήθης, ύπνου, θεραπεύουν ή
ανακουφίζουν ή προλαβαίνουν τον πόνο, την ένταση και το άγχος (μορφίνη, όπιο,
ηρωΐνη, βαρβιτουρικά, απλά ηρεμιστικά και σύνθετα παυσίπονα), 2) οι ψυχοτονικές, που «…Η φαρμακολογική δράση και επικινδυνότητα, διαφέρει από ουσία σε ουσία. Την παραδοχή αυτή
υιοθέτησε πρώτα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όταν κατέταξε τις εξαρτητικές ουσίες σε επτά ομάδες, ανάλογα με το βαθμό εξάρτησης και τον τύπο εξάρτησης που προκαλούν ευφορία, διέγερση, ψυχοκινητική δραστηριότητα, καταργούν την αίσθηση
της κόπωσης και βελτιώνουν, φαινομενικά, την αποτελεσματικότητα (αμφεταμίνες,
κοκαΐνη), 3) αυτές που προκαλούν χαρακτηριστική μέθη, καταστάσεις ονειρισμού και
παραισθήσεων (μαριχουάνα, L.S.D.), 4) η αλκόλη ή η μείζων δρόγη (λόγω της ποσοτικής
σημασίας), με αρχική διέγερση και αργότερα με παρενέργειες όμοιες με των υπνογόνων,
ηρεμιστικών και αναλγητικών, 5) το τσιγάρο, με την ευρύτερη του όρου έννοια
ναρκωτικό, σαν ουσία που οπωσδήποτε προκαλεί εθισμό και έχει χαρακτηριστικά
ηπιότερα μεν, αλλά όχι αμελητέα. Από την ως άνω κατάταξη είναι φανερό πως τα
ναρκωτικά είναι εκείνες οι ουσίες οι οποίες προκαλούν εθισμό. Δεν πρέπει να συγχέεται
ο όρος «ναρκωτικά» με τη φαρμακολογική έννοια «ναρκωτικές ουσίες», δηλ. εκείνων
των φαρμάκων που δρουν κατασταλτικά στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Εξάρτηση – Εθισμός – Τοξικομανία
Η εξάρτηση (dependence) μπορεί να είναι: α) φαρμακευτική (ανάγκη λήψης
δρόγης σε τακτικά χρονικά διαστήματα), β) σωματική (έντονες σωματικές ενοχλήσεις
όταν διακόπτεται η δρόγη-«σύνδρομο αποστέρησης» και γ) ψυχική (ψυχική ικανοποίηση
που προκαλεί η δρόγη και ψυχική επίσης ώθηση για συνεχή χρήση). Ο εθισμός ή έξη
(addiction) προϋποθέτει πως το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μόνο κατόπιν
προοδευτικής αύξησης της δόσης, ενώ η εξάρτηση είναι η κατάσταση που δημιουργείται
σε ένα άτομο από τη συνεχή ή περιοδική χορήγηση ενός φαρμάκου και εκδηλώνεται με
τη μορφή ψυχικής ή σωματικής εξάρτησης.
Το φαινόμενο της εξάρτησης πρέπει να πληροί κάποια κριτήρια που έχουν
οριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μεταξύ άλλων. Οι ακόλουθες ενδεικτικές
καταστάσεις χαρακτηρίζουν την εξάρτηση: 1. ψυχολογική εξάρτηση, 2. συμπτώματα
στερητικού συνδρόμου (ο χρήστης αποκτά όλους τους τύπους σωματικών αντιδράσεων
μόλις σταματήσει τη χρήση), 3. χρήση της ουσίας ή υιοθέτηση συγκεκριμένης
συμπεριφοράς για τον περιορισμό των στερητικών συμπτωμάτων, 4. αποτυχημένες προσπάθειες για να ελέγξει τη χρήση ή τη συμπεριφορά, 5. ανάλωση χρόνου τόσο για
την χρήση (ουσιών) ή την επανάληψη της συμπεριφοράς στην οποία είναι εθισμένος όσο
και κατά την διαδικασία ανάρρωσης, 6. καταστροφικές συνέπειες εξαιτίας της χρήσης
τόσο στον ίδιο τον εθισμένο όσο και στους ανθρώπους του οικογενειακού ή
επαγγελματικού και φιλικού του περίγυρου (προβλήματα και συγκρούσεις με τους
οικείους, αφιέρωση λιγότερου χρόνου σε ψυχαγωγίες και στον αθλητισμό, ασθένειες
κ.λ.π.), 7. εξακολούθηση της χρήσης ακόμα κι αν ο χρήστης γνωρίζει τις αυξανόμενες
συνέπειες για την σωματική και ψυχική του υγεία ή ευεξία.
Τοξικομανία είναι ένα είδος συμπεριφοράς που με την προσφυγή σε τεχνητά
μέσα (τοξικές ουσίες – ναρκωτικά) στοχεύει είτε στην ανακούφιση των πόνων είτε στην
αναζήτηση ηδονών. Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση ψυχοσυγκινησιακή που οδηγεί
το άτομο σε μια ευφορία και του προσφέρει ικανοποιήσεις που δεν βρίσκει στην
καθημερινή του ζωή. Εδώ πρέπει να σημειωθεί και διαφορά μεταξύ εξάρτησης από τα
ναρκωτικά και τοξικομανίας που συνίσταται στο εξής: εξάρτηση θεωρείται η
προοδευτική υποδούλωση των ατόμων που επέρχεται με τη χρήση οποιωνδήποτε ουσιών
(ηρεμιστικών, αναλγητικών, υπνωτικών), αλλά όχι αναγκαία ναρκωτικών. Αντίθετα η
τοξικομανία υπάρχει όταν η ροπή προς τα ναρκωτικά έχει προσλάβει δύναμη ενστίκτου,
όπου το άτομο δεν δύναται πια με τη βούλησή του να διακόψει την «απόλαυση» της
ουσίας αυτής10. Η ιδιότητα ορισμένων ουσιών να προκαλούν βιολογικά και ψυχολογικά
αποτελέσματα εξαρτησιακού τύπου σε συνδυασμό με το αποκλειστικό δικαίωμα της
εξουσίας να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη χρήση τους κατά το δοκούν, καθορίζει την
ανάπτυξη της τοξικοεξάρτησης (τοξικομανία) σε δύο επίπεδα, ένα νόμιμο και ένα
παράνομο.
Οι εξηγήσεις των φαινομένων της τοξικοεξάρτησης έχουν επηρεαστεί σημαντικά
τόσο από φιλοσοφικές θέσεις που αφορούν στη φύση του ανθρώπου, στην ελεύθερη
βούληση και τον έλεγχο της ουσίας, όσο και από επιστημονικές διαφωνίες που
επικεντρώνονται σε προσεγγίσεις βιοφυσιολογικές, ενδοψυχικές, κοινωνιολογικές, μικροκοινωνικές, ή άλλες πολυπαραγοντικές. Έτσι η τοξικοεξάρτηση οφείλεται σε
συνδυασμό ειδικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας με επιδράσεις τόσο από το
μικροκοινωνικό περιβάλλον (κυρίως από την οικογένεια) όσο και από τις γενικότερες
κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες. Δεν είναι απλά και μόνο μια διαταραγμένη
συμπεριφορά, αλλά μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μοναξιά,
παθητικότητα, ανασφάλεια, ανία, φόβο άγχος, που δεν μπορούν να εκφρασθούν με άλλο
τρόπο. Η εγκατάσταση της εξάρτησης προϋποθέτει πάντα τη συνάντηση μιας κοινωνικής
με μια προσωπική κρίση, το κοινωνικό πλαίσιο της οποίας (συνάντησης) παίζει εξίσου
σημαντικό ρόλο με την προσωπικότητα και την οικογένεια του εξαρτημένου. Η σχέση
τους είναι διαλεκτική. Η ύπαρξη ενός ψυχολογικού υποστρώματος της εξάρτησης δεν
σημαίνει ότι οι ατομικές προδιαθέσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τους
οικογενειακούς και τους κοινωνικοπολιτιστικούς παράγοντες. Μια κοινωνική ή άλλη
πίεση βιώνεται με διαφορετικό τρόπο από κάθε άτομο ξεχωριστά, αφού ορισμένα άτομα
είναι πιο ευάλωτα.
Το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Ελλάδα
Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι εξαρτώμενη από κάποιο είδος κατάχρησης, και
το οποίο συνήθως είναι το κάπνισμα, το οποίο, όπως είναι ευρέως γνωστό, βλάπτει
σοβαρά την υγεία του καπνιστή. Η εξάρτηση του καπνίσματος, συνήθως, όταν αρχίζει
από την νεαρή ηλικία, αποτελεί συνήθως το σκαλοπάτι για την μετάβαση στις
ναρκωτικές ουσίες. Τα ναρκωτικά στην Ελλάδα είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το
οποίο έχει λάβει τραγικές διαστάσεις και έχει διαδοθεί σ’ όλους τους τομείς της
κοινωνίας μας. Μερικές από τις «κατακτήσεις» του είναι: (α) στον πολιτιστικό τομέα:
Αρκετοί καλλιτέχνες και επιστήμονες έχουν σχηματίσει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η
χρήση των ναρκωτικών ουσιών είναι μια μορφή απελευθέρωσης του ανθρώπου, δηλαδή
ισχυρίζονται ότι, η χρήση παράνομων ουσιών, αποτελεί το μονοπάτι για να οδηγηθούν
σε ανώτερα επίπεδα εσωτερικής αναζήτησης. Η άποψη ότι ο αληθινός καλλιτέχνης οφείλει να πειραματιστεί σε ναρκωτικές ουσίες προκειμένου να οξύνει την πνευματική
του διαύγεια, να υπερβεί τα αληθινά όρια της τέχνης του και να αποκρυπτογραφήσει τα
κρυφά μηνύματά της, είναι επικίνδυνη και λαθεμένη, (β) στον οικονομικό τομέα: Η
επιχείρηση του λαθρεμπορίου των ναρκωτικών είναι μεγαλύτερη από τις επιχειρήσεις,
ακόμη και εκείνες του πετρελαίου, και πλησιάζει τις επιχειρήσεις των εξοπλισμών, (γ)
στον κοινωνικό τομέα: σχετικά με το τομέα του εγκλήματος, έχει διαπιστωθεί ότι ένα
μεγάλο ποσοστό των εγκληματικών οργανώσεων και η δράση τους συνδέεται στενότατα
με τα ναρκωτικά, ενώ πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα ναρκωτικά και οι
εγκληματικές συμμορίες λειτουργούν αμφίδρομα και «αλληλοσυμπληρώνονται». Επίσης,
αξιοσημείωτο είναι, ότι αριθμός των διαζυγίων λόγω της χρήσης ναρκωτικών από τον
ένα σύζυγο υπολογίζεται ότι έχει διπλασιασθεί, ενώ ο αριθμός των αυτοκτονιών έχει
πολλαπλασιασθεί. Οι χώροι όπου μπορεί να προμηθευτεί κανείς τις παράνομες
ναρκωτικές ουσίες είναι από τις φτωχογειτονιές μέχρι τα δημοσιότερα σημεία των
αστικών κέντρων και πόλεων (πάρκα, σχολεία, πλατείες, πεζόδρομοι) έως τα διάφορα
κέντρα ψυχαγωγίας (καφετερίες, κέντρα διασκέδασης, μπαρ κ.λ.π.). Πολλοί από τους
μεγαλέμπορους των ναρκωτικών, συνήθως ελίσσονται λόγω των οικονομικών τους
δυνατοτήτων και των προσβάσεών τους σε κάθε είδους παράνομο κύκλωμα, και έτσι
αποτελούν συνήθως καλυπτόμενα πρόσωπα τα οποία παραμένουν άγνωστα χωρίς να
υφίστανται τις νόμιμες ποινικές συνέπειες των εγκληματικών πράξεών τους.
Το πρόβλημα των ναρκωτικών δεν αφορά μόνο τους εκάστοτε διαχειριστές της
κρατικής εξουσίας, αφορά και την κοινωνία που συνειδητοποιεί καθημερινά το αδιέξοδο
στο οποίο έχει εμπλακεί, την αδυναμία της να διαφύγει απ’ τον αφανιστικό φαύλο κύκλο
στον οποίο την εγκλώβισε η εξουσία, και την ανυπαρξία κάθε πιθανότητας να
απεμπλακεί από το ψεύτικο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εξάρτηση και την
καταστολή, δεδομένου ότι η μία προϋποθέτει και συνεπάγεται την άλλη.
Ναρκωτικά και «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος»
Η παράνομη εμπορία ναρκωτικών προσφέροντας τεράστια κέρδη στους
εμπόρους, δημιουργεί, όπως και τα άλλα πεδία της οργανωμένης εγκληματικότητας, ένα
δευτερογενές φαινόμενο, «το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος».
Επειδή τα κέρδη του εμπορίου των ναρκωτικών υλοποιούνται σε μετρητά, στο
μέτρο που αποκτώνται από τη λιανική πώληση του ναρκωτικού στους καταναλωτές, οι
οποίοι φυσικά δεν συναλλάσσονται με πλαστικό χρήμα, αλλά με νομίσματα, αυτά πρέπει
αφενός μεν να εξαφανισθούν, αφού αποτελούν ένα παράνομο προϊόν μεγάλου όγκου,
αφετέρου να επενδυθούν. Έτσι αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι οι μεγαλέμποροι
ναρκωτικών αναπτύσσουν δίπλα στου μηχανισμούς διακινήσεως του ναρκωτικού,
ιδιαίτερα πολύπλοκους μηχανισμούς αποκρύψεως, μετακινήσεως και επενδύσεως σε
νόμιμα πεδία των μετρητών, που αποκτούν από τη διακίνηση. Στόχος τους είναι η
απόκρυψη των πηγών κτήσεως αυτών των ποσών, η μεταφορά τους μέσω πολλαπλών
τραπεζικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε διάφορες χώρες, και επένδυση τους σε
νόμιμες δραστηριότητες.
Συνεπώς, η απόκρυψη των προϊόντων του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, δεν
έχει μόνον την απαξία της «αποδοχή και διαθέσεως προϊόντων εγκλήματος», αλλά ενέχει
και έναν σοβαρό κοινωνικοοικονομικό κίνδυνο: τον έλεγχο, μέσω της επενδύσεως των
παράνομων κερδών, ολόκληρων τομέων της νόμιμης οικονομίας, αλλά και της πολιτικής,
από τους εμπόρους των ναρκωτικών. Το πιο ευαίσθητο δε σημείο ροής και «ξεπλύματος»
του βρώμικου χρήματος, όπως απέδειξε η διεθνής εμπειρία, είναι το ίδιο το
χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσα σε μία όλο και πιο διεθνοποιημένη οικονομία, είτε
αυτό είναι το τραπεζικό είτε το χρηματιστηριακό, το οποίο, δια της λογιστικοποιήσεως
της ροής των κεφαλαίων και της εξαφανίσεως της ταυτότητας των φυσικών προσώπων
μέσα στη διαδοχή εταιρικών σχημάτων και την κάλυψη του τραπεζικού απορρήτου,
μπορεί εύκολα να καλύψει τα ίχνη της προελεύσεως των παράνομων κεφαλαίων και
ενίοτε να τα διοχετεύσει και σε χώρες «φορολογικούς παραδείσους», όπου και οι
οικονομικοί έλεγχοι είναι πολύ ελαστικοί.
Αιτίες που οδηγούν στα ναρκωτικά
Οι αιτίες του προβλήματος των ναρκωτικών είναι ποικίλες και σύνθετες. Οι
κυριότερες είναι οι ψυχολογικές, οι κοινωνικές και οι οικονομικές. Κατά καιρούς πολλές
και διάφορες προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί για τα αίτια που οδηγούν κάποιο άτομο στη
χρήση ναρκωτικών ουσιών. Οι ναρκωτικές ουσίες χρησιμοποιούνται γιατί αυξάνουν τα
θετικά στοιχεία και ταυτόχρονα λυτρώνουν από τα αρνητικά. Επιπροσθέτως, δεν θα
πρέπει να αγνοούμε τα οικονομικά συμφέροντα που παίζονται εις βάρος των νέων
ανθρώπων, και φυσικά αναφερόμαστε στο ρόλο του εμπόρου ναρκωτικών που σκοπό
έχει να προσηλυτίσει όσο το δυνατό περισσότερα άτομα προκειμένου να αποκτήσει
μεγαλύτερα κέρδη. Αυτό ακριβώς ομολογείται στην «Έκθεση για τα ναρκωτικά» του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1986) που διαπιστώνει ότι «η επιρροή των εμπόρων
ναρκωτικών στην οικονομική και πολιτική σφαίρα αυξάνεται συνεχώς σε όλα τα κράτη.
Και καμία χώρα δεν είναι απρόσβλητη».
Ατομικοί παράγοντες και ψυχολογικά αίτια
Η εφηβεία αυτή καθ’ εαυτή είναι παράγοντας κινδύνου. Η σύγκρουση των νέων
με τους γονείς τους, η αναζήτηση ταυτότητας, η άρνηση της παράδοσης και η
εξερεύνηση των ορίων είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν έναν έφηβο στον
χώρο των ναρκωτικών. Επίσης η ιδιοσυστασία της προσωπικότητας του νέου καθορίζει
πολλές εξελίξεις καθόσον το άτομο με τον αδύναμο χαρακτήρα θεωρείται ότι έχει
περισσότερες πιθανότητες να υποπέσει στην χρήση των ναρκωτικών, γιατί είναι πιο
ευάλωτο. Ακόμη η γενετική προδιάθεση παίζει σημαντικό ρόλο, όπως και οι ψυχικές
διαταραχές ή τα ψυχολογικά αίτια. Ειδικότερα:
Ο τοξικομανής είναι ένα άτομο με διαταραγμένη συναισθηματική λειτουργία, με
προβλήματα στην ανθρώπινη επικοινωνία και σχέση, και με ανεκπλήρωτες
συναισθηματικές ανάγκες που στις περισσότερες φορές ανάγονται στα παιδικά του
χρόνια. Η προσφυγή στη λήψη της ναρκωτικής ουσίας δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σαν
μια μορφή αυτοθεραπείας. Η έλλειψη αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης
προς τον ίδιο του τον εαυτό και φυσικά στους άλλους, είναι χαρακτηριστικά του τοξικομανή.
Η εφηβεία και η νεανική ηλικία παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά,
που μπορούν να εξηγήσουν γιατί πολλοί νέοι οδηγούνται εύκολα, όταν τους δίδονται οι
ευκαιρίες, να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται
για φαινόμενα παθολογικά. Ένα από τα γνωρίσματα είναι η άμετρη περιέργεια και η
επιθυμία του νέου να γνωρίσει τα πάντα, να πειραματιστεί σε όλα και να έρθει σε
αντίθεση με τα κατεστημένο, με τον τρόπο ζωής και σκέψης των γονέων και κατ’
επέκταση όλης της κοινωνίας. Επίσης η έλλειψη της ενδοοικογενειακής ισορροπίας που
μεταφράζεται στην έλλειψη ουσιαστικής και συναισθηματικής επικοινωνίας μεταξύ
γονέων και παιδιών, επιτείνει και διαιωνίζει το πρόβλημα της τοξικομανίας του παιδιού.
Αυτή λοιπόν η συνάντηση της ουσίας με την ανώριμη και ελλειμματική προσωπικότητα
είναι ένας βασικός όρος για την μύηση στον κόσμο των ναρκωτικών. Δεν είναι όμως ο
μόνος όρος.
Κοινωνικά αίτια
Τα ναρκωτικά σαν κοινωνικό φαινόμενο, σαν ακραία μορφή αλλοτρίωσης του
ανθρώπου, είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, που αφορά
όλα τα επίπεδα των σημερινών κοινωνιών, τόσο σε βάθος όσο και σε πλάτος. Αυτή η
βαθιά κοινωνική κρίση αντανακλάται στο επίπεδο της οικογένειας, διαπερνά την παιδεία,
καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής και διαχέεται μέσα στην εργασία και τον
πολιτισμό. Αναπαράγεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ. Το πρόβλημα των
ναρκωτικών αφορά ανθρώπους όλων των ηλικιών, από όλα τα κοινωνικοοικονομικά
στρώματα και όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας, ανεξαρτήτως μορφώσεως. Τα ναρκωτικά
μπήκαν πλέον παντού, στα σχολεία, στα σπίτια, στο στρατό, στα κέντρα ψυχαγωγίας και
διασκεδάσεως. Η εξάρτηση δεν εξαντλείται στην ατομική ψυχοπαθολογία, αλλά παίζει
σημαντικό ρόλο το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο
πραγματοποιείται η συνάντηση με τα ναρκωτικά. Η τοξικομανία είναι ένας τύπος
«παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς, που αποκτά ρίζες και περιεχόμενο μέσα σε ένα καθορισμένο οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κυρίως πλαίσιο. Δεν είναι παρά
μια μορφή εκδήλωσης της «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς ολόκληρης της κοινωνίας,
που χαρακτηρίζεται από την αποξένωση, τον άκρατο ατομικισμό, την υποκρισία, την
διαμεσολάβηση των ανθρωπίνων σχέσεων από τα οικονομικά αγαθά, την έλλειψη
ηθικών αρχών, τον καταναλωτισμό και την έλλειψη πνευματικών ενδιαφερόντων.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται από άγχος, αβεβαιότητα, μοναξιά και βία.
Η ραγδαία αύξηση των χρηστών ναρκωτικών πηγάζει και στην κοινωνική κρίση που
διέρχεται η χώρα μας. Η κοινωνική κρίση της εποχής δημιούργησε και έδωσε διαστάσεις
σε όλα αυτά τα προβλήματα. Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα, έχουν
αδιέξοδα, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανεργίας ή το δέχονται ως μελλοντική
απειλή, οδηγούνται σε τέτοιες ενέργειες προκειμένου να βρουν διέξοδο. Μέσα σε
αυτούς τους όρους και πλαίσια το άτομο καταφεύγει στις χημικές ουσίες για να αντέξει
τα παραπάνω προβλήματα. Τα ναρκωτικά δεν δημιουργούν την συμπεριφορά, αλλά τη
μετατρέπουν και οι μεταβολές που συμβαίνουν διαφέρουν από άτομο σε άτομο ή και στο
ίδιο το άτομο κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Η ψευδαίσθηση της χημικής
ευφορίας προσφέρεται σαν αντίδοτο στα προβλήματα της καθημερινής ζωής και οι
ναρκωτικές ουσίες λειτουργούν στον χρήστη παρόμοια με το αλκοόλ και τα ψυχοτρόπα
φάρμακα. Η εξάρτηση λοιπόν του ατόμου από τις ψυχοδραστικές ουσίες δεν είναι παρά
ένας παθολογικός τρόπος προσαρμογής του στα επικρατούντα κοινωνικά στερεότυπα της
εύκολης φυγής από την πηγή της κοινωνικής αντίφασης.
Επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν, όλο και περισσότερο, την αύξηση των
ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, ακόμα και σε μικρές ηλικίες, γεγονός που επιβεβαιώνει
τους φόβους ψυχολόγων και κοινωνιολόγων, ότι οι παραδοσιακές άμυνες της κοινωνίας,
όπως είναι η οικογένεια, η γειτονιά, η παρέα, οι τοπικοί σύλλογοι, το σχολείο και
γενικότερα η ελληνική παράδοση αποδυναμώνονται και τη θέση τους καταλαμβάνει η
αποξένωση, η παθητικότητα και ο εγωκεντρισμός. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι το
πρόβλημα των ναρκωτικών είναι ένα πρόβλημα με πολλές συνιστώσες, κοινωνικές και ατομικές.
Το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον και το ανεπαρκές σχολικό
περιβάλλον είναι ίσως οι σημαντικότερες αιτίες.
Η όξυνση των ποικίλων προβλημάτων με την ανάλογη επίδρασή τους στην
ψυχολογία και συμπεριφορά των γονέων, η άγνοια αρχών και μεθόδων διαπαιδαγώγησης
από μέρους τους, το χαμηλό τους πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο κ.λ.π., τους
δυσκολεύουν στο να βοηθήσουν το παιδί στην κατανόηση των επιτρεπτών ορίων στη
συμπεριφορά και στη δραστηριότητά του, στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματά του,
στην άσκηση υπευθυνότητας και επίλυσης των προσωπικών του προβλημάτων.
Οι γονείς συχνά αδυνατούν να εξασφαλίσουν κλίμα ασφάλειας αλλά και ελευθερίας, να
παρακολουθήσουν τις γρήγορες αλλαγές της ζωής, να προσαρμοστούν στις νέες
συνθήκες, να αφομοιώσουν τα σημερινά δεδομένα, και σε τελευταία ανάλυση, να
επικοινωνήσουν με το παιδί. Ο θεσμός της οικογένειας έχει υποστεί τα τελευταία έτη,
κυρίως στα αστικά κέντρα, μία ριζική μεταλλαγή. Η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου
και η επαγγελματική δραστηριοποίηση της γυναίκας οδήγησαν σε νέα οικογενειακά
σχήματα με μεγαλύτερη ίσως δημοκρατικότητα διαδικασιών και ισότητα μεταχειρίσεως.
Ταυτόχρονα όμως δημιουργήθηκαν και σοβαρά προβλήματα που αφορούν αφενός στις
σχέσεις των συζύγων, λόγω της ανακατατάξεως των ρόλων και των συναφών
συγκρούσεων από αυτήν και αφετέρου στις σχέσεις τους με το παιδί, για το οποίο οι
γονείς και ιδίως η μητέρα δεν έχουν πλέον τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο ή και τη ψυχική
διάθεση να ασχολούνται. Έτσι, η οικογένεια αφενός δεν βοηθάει στην ομαλή
ψυχοκοινωνική εξέλιξη του νέου και αφετέρου τον εξωθεί συχνά στην
περιθωριοποίηση.
Αλλά και το σχολείο με τη σημερινή του δομή και λειτουργία, δεν φαίνεται να
βοηθά στη διάπλαση ανθρώπων με μόρφωση, μέθοδο και χαρακτήρα. Το πρόγραμμα
είναι συνήθως βεβαρημένο με σωρεία απαρχαιωμένων και στερεότυπων γνώσεων, οι οποίες μεταδίδονται στους μαθητές δογματικά και ανελεύθερα, χωρίς τον αναγκαίο
πνευματικό συναγερμό του διαλόγου με τον καθηγητή και της συνεργασίας μαζί του.
Δεδομένου λοιπόν, μιας κοινωνικής κατάστασης όπου προβλήματα όπως το
αδύναμο οικογενειακό περιβάλλον, η εξασθένηση του σχολικού περιβάλλοντος, η
ανέχεια στις ασθενείς οικονομικά τάξεις αλλά και ο υπερκαταναλωτισμός και ο υλικός
κορεσμός στις μεσαίες και πιο εύρωστες οικονομικά τάξεις και οι έντονες ψυχοπιεστικές
συνθήκες που προαναφέρθηκαν, διογκώνονται, διάφοροι ατομικοί παράγοντες
συνεπικουρούν στην εξάπλωση του προβλήματος και καθιστούν τα άτομα ευάλωτα. Ο
άνθρωπος έχει την ανάγκη να καλύπτει τις πρωτογενείς ψυχικές του ανάγκες όπως
αγάπη, συντροφικότητα, επικοινωνία κ.α. Το γεγονός αυτό της μη κάλυψης ψυχικών
αναγκών, τα άσχημα παιδικά και εφηβικά χρόνια, η κακή οικογενειακή κατάσταση και η
έλλειψη συναισθηματικής πληρότητας αποτελούν σαφέστατα προδιαθετικοί παράγοντες
εξάρτησης από ουσίες.
Οικονομικά αίτια
Το φαινόμενο της παρουσίας των ναρκωτικών στην ελληνική έννομη κοινωνία
λαμβάνει αντικειμενικά μεγάλες διαστάσεις εμφανίζοντας τις εξής ιδιαιτερότητες: τα
ναρκωτικά, παγκόσμιο πλέον φαινόμενο, κινούνται εμφανώς σε όλο και πιο μικρές
ηλικίες, ενώ το χασίς εκτοπίζεται από δραστικότερα ναρκωτικά και από χημικές
ψυχοτρόπες ουσίες κατευναστικές, διεγερτικές ή παραισθησιογόνες. Όλα δε αυτά
διακινούνται πλέον από οργανωμένα κέντρα λαθρεμπορίου, που αποκτούν τεράστια
κέρδη, η δε πολιτική αποδιοργάνωση κρατών της Μέσης Ανατολής ή των Βαλκανίων
επιτρέπει σοβαρές υποθέσεις για εμπλοκή και (παρα)κρατικών παραγόντων αυτών των
περιοχών στην τεράστια διακίνηση ναρκωτικών και μέσω Ελλάδας, η οποία σταδιακά
γίνεται ένας σημαντικό κρίκος της διαμετακομίσεως και της μεταφοράς των ναρκωτικών
της Ασίας προς την Ευρώπη. Θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις εμπορίας ναρκωτικών είναι
οικονομικά πιο εύρωστες ακόμη και σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις πετρελαίου και ότι
υπολείπονται λίγο μόνον από τις επιχειρήσεις εξοπλισμών, με τις οποίες φαίνεται να
υπάρχουν στενοί δεσμοί, ενώ εξάλλου στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών δεν φαίνεται να είναι αμέτοχες και πολλές κυβερνήσεις χωρών που εξαρτούν από αυτά οικονομικά και
άλλα συμφέροντα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι από το οποίο
διέρχονται πολλές αρτηρίες του καλούμενου «βαλκανικού άξονα», μέσω του οποίου
γίνεται η μεγαλύτερη διακίνηση ηρωΐνης από την Ασία προς τα Δυτική Ευρώπη. Τα
στατιστικά στοιχεία μιλούν για ένα ποσοστό της τάξεως του 80% περίπου της ηρωΐνης
που φθάνει και καταναλώνεται στη Δ. Ευρώπη.
Το ότι μία ουσία ( π.χ. το αλκοόλ) είναι πολύ επικίνδυνη ( σύμφωνα με τα
γραφόμενα από τη Διεθνή Οργάνωση Υγείας), δεν αναγκάζει ένα κράτος ( από όσο είναι
γνωστό κανένα κράτος) να την απαγορεύσει. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί να γίνει και
εθνικό προϊόν και να διαφημίζεται με όλα τα μέσα. Η απαγόρευση, εξαρτάται από την
εξίσωση: οικονομική βλάβη από την απαγόρευση (φόροι κ.λ.π.) από τη μία πλευρά και
οικονομική βλάβη από τα επακόλουθα της χρήσης ή κατάχρησης της ουσίας ή δημιουργία
μεγάλου «κοινωνικού προβλήματος» από την άλλη.
Τούτη όμως την περίοδο το πρόβλημα των ναρκωτικών, που χαρακτηρίζεται από
την προφανή ποιοτική μεταβολή και αναντίρρητη διόγκωση του σε σχέση με
παλαιότερες εποχές, ευαισθητοποίησε την κοινωνία και τροφοδότησε, και συνεχίζει να
τροφοδοτεί, ένα σφριγηλό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών φορέων, των
ευαισθητοποιημένων πολιτών και των νομικών για την κατάστρωση μίας πιο
αποτελεσματικής, και κυρίως πολυεδρικής, στρατηγικής για την αντιμετώπιση του
προβλήματος. Έτσι στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαμορφώνονται συγκρουόμενες
ιδεολογίες σχετικά με την αντιμετώπιση των ναρκωτικών που αντανακλούν και στις
κατασταλτικές στρατηγικές, που πάντως υπερισχύουν των αντιαπαγορευτικών, και που
αποτυπώνονται πλέον στις συνεχείς τροποποιήσεις της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά,
αλλά και στις συζητούμενες προτάσεις.
Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και παραβατικότητα
Από μελέτες που διενεργήθηκαν και επιχειρήθηκε η διερεύνηση της σχέσης
μεταξύ παραβατικότητας και κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών, διαφάνηκε η ύπαρξη
ισχυρής συσχέτισης μεταξύ των δύο φαινομένων, τα οποία διαπλέκονται αλλά και
επηρεάζονται ταυτόχρονα από διάφορους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες28.
Προέκυψε ότι η χρήση ουσιών συνδέεται με παραβατική συμπεριφορά ή βία και
αντίστοιχη εμπλοκή στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης για παραβάσεις του
Νόμου για τα Ναρκωτικά. Το έτος 1998 στις ελληνικές φυλακές κρατούνταν 7.300
περίπου κρατούμενοι, εκ των οποίων οι 2.700, δηλαδή το 37%, ήταν παραβάτες του
νόμου περί ναρκωτικών. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν τοξικομανείς και από το
σύνολο των 7.300, οι 3.270, δηλ. το 45% περίπου, ήταν αλλοδαποί διαφόρων
εθνικοτήτων. Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση των ναρκωτικών είναι γνωστές
και καταβάλλονται με τους Νόμους, την Δίωξη, τις διάφορες θεραπευτικές μεθόδους,
προς απαλλαγή από την ναρκοεξάρτηση. Άλλωστε το ποινικό δίκαιο και οι
κατασταλτικοί μηχανισμοί του αποτελούσαν ανέκαθεν ισχυρό όπλο των κοινωνιών
απέναντι στις επιβλαβείς όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εκκολάπτονται μέσα
τους. Ήταν λοιπόν επόμενο το φαινόμενο της διάδοσης των ναρκωτικών να
αντιμετωπισθεί, παγκοσμίως, με την εγκληματοποίηση διαφόρων συμπεριφορών που
σχετίζονται με αυτά. Τα αποτελέσματα όμως δεν είναι και τόσο αισιόδοξα.
Η χρήση ναρκωτικών ουσιών και η παραβατικότητα των χρηστών αποτελούν
σύνθετα φαινόμενα μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται πλήθος κοινωνικών παραγόντων.
Είναι πλέον εμφανής η αναγκαιότητα για την ανάπτυξη πολλαπλών παρεμβάσεων για
τους χρήστες, οι οποίες δε θα πρέπει να περιορίζονται στο χώρο του ποινικού ελέγχου
της χρήσης-κατάχρησης αλλά αντίθετα, θα πρέπει να αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια
δράσης του ευρύτερου κοινωνικού ελέγχου και να περιλαμβάνουν δράσεις πρωτογενούς
και δευτερογενούς πρόληψης, τόσο της χρήσης όσο και της παραβατικής συμπεριφοράς.
Επίσης, ισχυρή είναι και η άποψη πως μια πιθανή εξήγηση της σχέσης μεταξύ της
χρήσης ναρκωτικών ουσιών και εγκληματικότητας αποτελεί η υπόθεση ότι μεταξύ αυτών
των δύο φαινομένων -της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και της εγκληματικότητας-υπάρχει
μια αμφίδρομη σχέση. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η υπόθεση υποστηρίζει ότι η χρήση
ναρκωτικών, ωθεί τα άτομα να εμπλακούν σε περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα,
μειώνοντας τις αναστολές τους, ενώ η συμμετοχή σε διαφορετικούς τύπους παρέκκλισης
εισάγει τα άτομα στη χρήση, παρέχοντας τους το περιβάλλον και τις συνθήκες, οι οποίες
συντελούν με τη σειρά τους στη χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Συνέπειες
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των συνεπειών από τη χρήση ναρκωτικών
μπορούν να οδηγήσουν στα παρακάτω συμπεράσματα: α) ο κίνδυνος για βιολογικές
διαταραχές εντοπίζεται στην ενδεχόμενη αλλοίωση των γονιδίων, ενώ συχνά
παρουσιάζονται σύντομες ή χρόνιες οργανικές παθήσεις μικρότερης σημασίας, β) οι
ψυχοπαθολογικές αντιδράσεις αφορούν κυρίως στην απώλεια του αισθήματος του
χρόνου και του χώρου, (τη σύγχυση, δηλαδή των βιωμάτων του παρόντος και του
παρελθόντος) και στη σφαλερή εκτίμηση των μορφών των αντικειμένων και των
αποστάσεων, γ) οι κοινωνικές συνέπειες έχουν πυρήνα τους τη διάλυση της οικογένειας,
την κοινωνική περιθωριοποίηση του τοξικομανούς και τέλος, το έγκλημα. Η απουσία
κριτικού πνεύματος απέναντι στην ίδια τους τη συμπεριφορά ή (συχνά φαινομενική) αδιαφορία τους σχετικά με την κρίση των τρίτων, δείχνουν μία μείωση ή παντελή εξαφάνιση της ηθικής προσωπικότητας. Το έγκλημα της χρήσης των ναρκωτικών και τα
συναφή με αυτό εγκλήματα, όταν τελούνται όχι από επαγγελματίες-εμπόρους, αλλά από
νεαρά εθισμένα άτομα, αποτελούν μία ακόμα αντίδραση στην κοινωνική καταπίεση και
αποξένωση. Ο συμβολισμός βέβαια αυτής της αντίδρασης-εγκλήματος, έστω και αν
«ηθικοποιεί» το πρώτο συνθετικό, δηλαδή την αντίδραση, δεν αίρει τον αξιόποινο
χαρακτήρα της συμπεριφοράς, γεγονός που μας υπενθυμίζουν ένα πλέγμα διεθνών
συμβάσεων και εσωτερικών ποινικών διατάξεων.
Πανελλήνιος Αντιναρκωτικός Αγώνας