Πίσω από κάθε ερευνητή που κέρδισε το Νόμπελ, «κρύβονται»
αρκετοί ακόμη που προτάθηκαν για το βραβείο την ίδια χρονιά, αλλά έμειναν απλώς υποψήφιοι. Μάλιστα, στην ιστορία του θεσμού, δεν λείπουν οι περιπτώσεις επιστημόνων που αν και προτείνονταν για αρκετά χρόνια συνεχόμενα, δεν χρίσθηκαν ποτέ Νομπελίστες.
Κάθε έτος, το Ίδρυμα που είναι υπεύθυνο για τα βραβεία ζητά από ακαδημαϊκούς από όλο τον κόσμο, όπως και από πρώην Νομπελίστες, να προτείνουν τους ερευνητές του που θεωρούν ότι το έργο τους αξίζει τη διάκριση. Από τη λίστα των υποψηφίων που προκύπτει, η αντίστοιχη επιτροπή τελικά επιλέγει τους νικητές της χρονιάς.
Το Ίδρυμα δεν αποκαλύπτει τα στοιχεία για μισό αιώνα, με συνέπεια αυτή τη στιγμή να είναι γνωστές οι προτάσεις και οι υποψηφιότητες μέχρι το 1965. Εξαίρεση αποτελούν τα στοιχεία για το Νόμπελ ιατρικής, για το οποίο τα δεδομένα φθάνουν μέχρι το 1953.
Το περιοδικό Nature ανέλυσε τις πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί. Έτσι, βρήκε ποιοι επιστήμονες έφτασαν πιο κοντά στο να βραβευθούν, χωρίς όμως ποτέ να τους απονεμηθεί η υψηλότερη επιστημονική διάκριση.
Στην κορυφή της λίστα βρίσκεται ο Γάλλος Γκαστόν Ραμόν, σύμφωνα με περιοδικό, για τον οποίο οι προτάσεις έφτασαν τις 155 για το Νόμπελ ιατρικής, ανάμεσα στα έτη 1930 και 1953, χωρίς ωστόσο να χρισθεί ποτέ Νομπελίστας.
Κτηνίατρος και βιολόγος, ο Ραμόν τη δεκαετία του 1920 ανέπτυξε ένα εμβόλιο για τη διφθερίτιδα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μία από τις κύριες αιτίες θανάτου. Με τη διφθερίτιδα είχε ασχοληθεί και δεύτερος στην κατάταξη, ο Γάλλος γιατρός Εμίλ Ρου, ο οποίος συγκέντρωσε 115 προτάσεις ανάμεσα στο 1901 και το 1932. Αν βραβευόταν ο Ρου, ο λόγος θα ήταν η ανακάλυψη της τοξίνης του βακτηρίου της διφθερίτιδας, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Όπως αναφέρει το περιοδικό, τόσο στην περίπτωση του Ραμόν όσο και στου Ρου, το γεγονός ότι δεν τιμήθηκαν με το βραβείο ίσως οφειλόταν στο ότι είχαν ήδη δοθεί πολλά Νόμπελ ιατρικής για ανακαλύψεις σχετικά με μολυσματικές νόσους.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, σε άλλες περιπτώσεις η αιτία μάλλον είχε να κάνει με την ειδίκευση των επιστημόνων από τους οποίους προέρχονταν οι προτάσεις. Γι’ αυτό φέρνει ως παράδειγμα το Νόμπελ φυσικής, στην περίπτωση του οποίου τα πρώτα χρόνια η επιτροπή επιλογής απαρτιζόταν κυρίως από σουηδούς πειραματικούς φυσικούς.
Έτσι, όπως υπογραμμίζει το Nature, ίσως μπορεί να εξηγηθεί γιατί δεν τιμήθηκαν ορισμένοι επιστήμονες με σημαντική συμβολή στη φυσική, όπως ο Γάλλος Ανρί Πουανκαρέ, παρόλο που είχε συγκεντρώσει 51 προτάσεις ανάμεσα στο 1904 και το 1912.
Η ίδια αιτία ενδεχομένως κρύβεται πίσω από το γεγονός ότι 8ος στη λίστα βρίσκεται ο Βρετανός χημικός Κρίστοφερ Ίνγκολντ, του οποίου το θεωρητικό έργο στους μηχανισμούς των χημικών αντιδράσεων απέσπασε 68 προτάσεις μεταξύ του 1940 και του 1965, χωρίς ωστόσο να του απονεμηθεί ποτέ το Νόμπελ χημείας.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης πως η επιτροπή βράβευσης προτιμούσε τους υποψήφιους με διεθνή υποστήριξη. Αυτό μάλλον «στοίχισε» στον Γάλλο γιατρό Ρενέ Λερίς το Νόμπελ ιατρικής, παρόλο που είχε συγκεντρώσει 79 προτάσεις από το 1930 έως το 1953, κυρίως όμως από Γάλλους συναδέλφους του.