Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών-Συνταγματολόγος).
Ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να παράγει αποτελέσματα, το άκυρο σύμφωνο Τουρκίας- Λιβύης και κατέθεσε γεωγραφικές συντεταγμένες στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Με βάση αυτές τις συντεταγμένες, η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, αφού στερεί ελληνικά νησιά από την αποκλειστική οικονομική ζώνη. Στερεί ΑΟΖ από τέσσερα ελληνικά νησιά και τμήμα της Κυπριακής ΑΟΖ. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες παραβιάζουν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Παραβιάζει την σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Με την κατάθεση των συντεταγμένων μονομερώς στον ΟΗΕ , πέρα από την Τουρκική φαρέτρα διεκδικήσεων, η οποία δεν σταματά να εμπλουτίζεται, το ζήτημα είναι αν η κίνηση αυτή της Τουρκίας, παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα εντός των συντεταγμένων αυτών, όπως για παράδειγμα οι έρευνες για υδρογονάνθρακες.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου 2019, εξέδωσε απόφαση, με βάση την οποία, θεωρείται άκυρο το σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης. Ο υπουργός εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδικάζει το σύμφωνο της Τουρκίας και το θεωρεί άκυρο. Παρομοίως και ο υπουργός εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με επίσημη ανακοίνωση του, θεωρεί άκυρο το σύμφωνο.
Η Λιβύη και η Τουρκία δεν είναι συνορεύουσες χώρες και δεν υπάρχουν κοινές θαλάσσιες ζώνες μεταξύ των δύο χωρών. Αποτελεί μνημόνιο κατανόησης και όχι συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ σύμφωνη με την συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Δεν υπάρχει αντισυμβαλλόμενο μέρος με νομιμοποίηση, να το επικυρώσει στην Λιβύη. Ο Φαγιέζ Σάρατζ που υπέγραψε, είναι ο ένας ηγέτης, αναγνωρισμένος από την διεθνή κοινότητα, αλλά ελέγχει ένα πολύ μικρό μέρος της χώρας. Ο στρατηγός Χαφτάρ είναι ο άλλος ηγέτης, που ελέγχει πάνω από τα μισά εδάφη στην Λιβύη. Ο πρόεδρος της Βουλής της Λιβύης, απέστειλε επιστολή στον ΟΗΕ, με την οποία χαρακτηρίζει την συμφωνία άκυρη και παράνομη. Επιπλέον, η συμφωνία δεν διαβιβάστηκε στην Βουλή της Λιβύης, προς επικύρωση. Ο προσωρινός χαρακτήρας συμφωνιών μεταξύ δύο κρατών, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Η τήρηση μίας τέτοιας συμφωνίας, εξαρτάται από την βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης του συμβαλλόμενου μέρους. Οι συμφωνίες μεταξύ κρατών, σπανίως επιβιώνουν μεγάλο διάστημα, με εξαίρεση τις διεθνείς συμβάσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα ευρύτερων ρυθμίσεων, όπως η συνθήκη του Νεϊγύ, η ίδρυση της κοινωνίας των εθνών, η ίδρυση του ΟΗΕ και η Συνθήκη της Λωζάνης.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.Υπεγράφη στην Λωζάνη της Ελβετίας,στις 24 Ιουλίου του 1923,από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών. Κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ .
Την Συνθήκη της Λωζάνης,υπογράφουν η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Η ΓΑΛΛΙΑ, Η ΙΤΑΛΙΑ, Η ΙΑΠΩΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΟ ΣΕΡΒΟ-ΚΡΟΑΤΟ-ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ.
Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Συνθήκη (Convention ή Treaty) χαρακτηρίζεται κάθε συμφωνία που παρέχει συγκλίνουσες βουλήσεις ή σύμπτωση αυτών δύο ή περισσοτέρων υποκειμένων (μερών) του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το έγγραφο, στο κείμενο του οποίου, διατυπώνονται αυτές.
Τα μέρη εν προκειμένω, υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να είναι Κράτη, Αρχηγοί Κρατών, Ηγεμόνες ή Πρόεδροι, ή ακόμη και “Διεθνείς Οργανισμοί”.Οι προφορικές συμφωνίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν Συνθήκες.
Στο Διεθνές Δίκαιο σε ευρύτατη χρήση είναι οι όροι «Convention» και «Treaty». Και όμως στην ελληνική γλώσσα ο όρος Convention παρότι χρησιμοποιείται με τρεις βασικές εννοιολογικές χρήσεως δεν μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη, ο δε δεύτερος όρος Treaty χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως συνώνυμος του πρώτου. Γενικά και οι δύο όροι κατά βάση σημαίνουν συνθήκη .Κατά την εφαρμογή των Συνθηκών πολλές φορές έχει διαπιστωθεί να αναφύονται περιπτώσεις προβλημάτων ερμηνείας των διατάξεών τους σε έννοιες που κατά την σύστασή τους ή παραβλέφθηκαν ή δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ερμηνεία γίνεται (αναζητείται) είτε δια της διπλωματικής οδού,απ΄ ευθείας από τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε δια διεθνούς διαιτητικής ή δικαστικής πράξης, όπου αποφαίνεται το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο. Στο εσωτερικό πεδίο, εκάστου των συμβαλλομένων, η ερμηνεία δίδεται είτε από το νομοθετικό σώμα, (εκδίδοντας ερμηνευτικούς νόμους, διατάγματα), είτε από τα δικαστήρια.
Γενικά η διεθνής νομολογία έχει διατυπώσει τους ακόλουθους επτά ερμηνευτικούς κανόνες:
Την αρχή της καλής πίστης, που οδηγεί στην αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, βάσει του κειμένου ή άλλων στοιχείων.
Την αρχή της καθόλου έρευνας΄του κειμένου και όχι τμηματικά αυτού.
Την αρχή όπου σαφείς διατάξεις δεν χρήζουν ερμηνειών, όπου εν προκειμένω εφαρμόζονται έστω και αν δεν ικανοποιούν τους συμβαλλόμενους.
Την αναζήτηση της σκοπιμότητας.
Την ερμηνεία εκ της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων στη πράξη
Την προσφυγή σε προπαρασκευαστικές εργασίες, εφόσον το κείμενο παρουσιάζει ασάφειες. Και τέλος,
Την εφαρμογή της “συσταλτικής ερμηνείας” που επάγει τις ολιγότερες υποχρεώσεις από τους συμβαλλομένους.
Κατά την ευρεία έννοια Αναθεωρήση Συνθήκης ονομάζεται κάθε τροποποίηση των διατάξεων συγκεκριμένης Συνθήκης που μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κοινής συμφωνίας των Κρατών που έχουν συνομολογήσει αυτή.
Κατά τη “στενή ερμηνεία” του όρου αναθεώρηση σημαίνει τροποποίηση των διατάξεών της συγκεκριμένης συνθήκης ή άλλων Συνθηκών σύμφωνα με την προβλεπόμενη υπό της συγκεκριμένης Συνθήκης ειδική διαδικασία. Δηλαδή διαδικασία που προβλέπει η ίδια η Συνθήκη είτε αμέσως είτε μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.Κατά κανόνα με καταγγελία συνθήκης λήγουν μόνο οι διμερείς συνθήκες. Η καταγγελία συνθήκης εκ μέρους μιας των συμβαλλομένων Χωρών αποτελεί πάντα μονομερής πράξη. Δι’αυτής ένα συμβαλλόμενο Κράτος ανακοινώνει τη πρόθεσή του, με ρητή κοινοποίηση, ότι παύει να δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη Συνθήκη.
Στη προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ειδικότερα η δυνατότητα (προβλεπόμενη) που μπορεί να παρέχει η ίδια η Συνθήκη για την ευχέρεια καταγγελίας της. Αν δεν υφίσταται τέτοια διάταξη που να περέχει τέτοια ευχέρεια τότε η καταγγελία συνιστά πράξη αθέμιτο, και τούτο διότι θεωρητικά δεν βασίζεται σε μονομερή βούληση αλλά στη συμβατική άδεια που παρέχει η συνθήκη από τη σύναψή της.Σε περιπτώσεις συλλογικής ή πολυμερούς διακρατικής Συνθήκης η καταγγελία επιφέρει την μείωση και μόνο του αριθμού των συμβαλλομένων Κρατών. Πολλές διεθνείς συνθήκες σήμερα προβλέπουν λόγο καταγγελίας σε περιπτώσεις ουσιώδους παραβίασης της συνθήκης.
Τα άρθρα 54 έως 63 της Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (1969) προβλέπουν τους τρόπους λήξης και αναστολής αυτών. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η λήξη ισχύος πραγματοποιείται κυρίως με την εκτέλεση των συμβατικών δεσμεύσεων. Εκτός αυτού, όμως, η λήξη είναι δυνατόν να επέλθει λόγω της κοινής βούλησης των συμβαλλομένων για κατάργηση ή αντικατάσταση, ή της αρνητικής βούλησης ενός εκ των συμβαλλομένων (καταγγελία), ή και λόγω της επέλευσης απρόβλεπτων εξωτερικών γεγονότων (π.χ. πόλεμος). Όσον αφορά την αναστολή, αυτή καθίσταται εφικτή είτε επειδή έχει προβλεφθεί από το περιεχόμενο της ίδιας της συνθήκης, είτε επειδή έχουν επιβληθεί όροι στους οποίους συμφώνησαν μεταγενέστερα όλα τα συμβαλλόμενα κράτη.