Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Τα κριτήρια της αξιολόγησης των εργαζομένων είναι σκόπιμα αόριστα και
υποκειμενικά, όπως «η αφοσίωση», η «επίδειξη ενδιαφέροντος», η
«πρωτοβουλία», οι «καινοτομίες»… Παράλληλα, οι εργαζόμενοι καλούνται να
αξιολογηθούν για την «ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων». Με την
εισαγωγή αυτού του κριτηρίου, νόμιμα πλέον υποχρεώνονται να εκτελούν
καθήκοντα που δεν περιλαμβάνονται στο εργασιακό τους αντικείμενο και
μάλιστα βαθμολογούνται γι’ αυτά. Στο τέλος του έτους, οι διευθύνσεις,
καλούνται να εγκρίνουν την έκθεση αξιολόγησης (βάσει της στοχοθεσίας) του
έργου που παρήγαγαν, την οποία συντάσσει ο προϊστάμενος. Η δε επίφαση της
δημοκρατίας με την αξιολόγηση των προϊσταμένων από τους υφισταμένους με
ανώνυμο ερωτηματολόγιο είναι ουτοπία, καθώς οι καθημερινές σχέσεις θα
αποκαλύπτουν πώς αξιολόγησε καθένας τον προϊστάμενό του, καλλιεργώντας
ταυτόχρονα την καχυποψία, τη συναλλαγή και το αντισυναδελφικό κλίμα. Η
συνολική στοχοθεσία της υπηρεσίας (και κατ’ επέκταση και η ατομική
στοχοθεσία) καθορίζεται από τα πάνω, από τον υπουργό ή το όργανο διοίκησης
κάθε φορέα. Οι στόχοι δηλαδή για τους οποίους θα βαθμολογηθεί ο υπάλληλος
είναι καθορισμένοι, υποχρεωτικοί και άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εφαρμογή
της μνημονιακής κυβερνητικής πολιτικής.
Έχουν ολοκληρωθεί τα νέα οργανογράμματα σε ολόκληρο το Δημόσιο και τους
ΟΤΑ, έτσι ώστε να υπάρχει η βάση για τη δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού
κινητικότητας. Με βάση τα οργανογράμματα ανά τομέα και υπηρεσία θα
προκύψουν και οι ανάγκες αλλά και οι θέσεις εργασίας που προσφέρονται για
κινητικότητα.
Το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης αναθέτει στους προϊσταμένους των
δημοσίων υπηρεσιών την υποχρέωση να τρέξουν την αξιολόγηση των υφισταμένων
τους. Σε περίπτωση που δεν στείλουν οι αξιολογητές τα έντυπα αξιολόγησης
εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, θα αποκλειστούν από τις διαδικασίες
επιλογής προϊσταμένων.
Η προθεσμία του ενός μήνα για την συμπλήρωση των φύλλων αξιολόγησης ξεκινά
από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στο ΦΕΚ, δηλαδή, πρακτικά θα
φτάσει στο τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου.Η τροπολογία, αφορά το έτος
2016 και δεν αλλάζει τον νόμο, δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, απαλλάσσει
τον υπάλληλο από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και υπενθυμίζει στα στελέχη που
είναι σε θέσεις ευθύνης, ότι δεν μπορεί να είναι κάποιος προϊστάμενος και
να μην αξιολογεί το προσωπικό του αν και διεκδικεί θέση προϊσταμένου και
την επαύριο.
Δύο συνεχόμενοι καλοί βαθμοί στην αξιολόγηση (με βαθμό μεγαλύτερο ή ίσο του
90 στα 100) προσφέρουν ταχύτερη προαγωγή κατά ένα έτος. Από την άλλη, στους
«χαμηλά βαθμολογούμενους» θα παρέχεται η δυνατότητα επιμόρφωσης, σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή κίνητρα και όχι κυρώσεις.
Πρόκειται για το βασικότερο κίνητρο που έχει επιχειρήσει να προσφέρει ο
υφιστάμενος νόμος για τη συμμετοχή των υπαλλήλων στην αξιολόγηση,
συνδέοντας την απόδοσή τους με το νέο «σύστημα καριέρας» στο Δημόσιο. Πλην
των πρώτων κρίσεων -από τις οποίες έχει αφαιρεθεί η θέση ευθύνης από τα
κριτήρια-, η αξιολόγηση «μετρά» στην επιλογή προϊσταμένων, δηλαδή
τμηματαρχών, διευθυντών και γενικών διευθυντών.
Ενα από τα κίνητρα που εξετάζει να θεσπίσει το προσεχές διάστημα το
υπουργείο είναι η σύνδεση της αξιολόγησης και με την πρώτη εφαρμογή της
διαδικασίας επιλογής προϊσταμένων, η οποία για μια ομάδα γενικών διευθυντών
έχει ξεκινήσει ήδη. Απαιτείται τροποποίηση στον νόμο.
Να σημειωθεί ότι ένα βασικό αντεπιχείρημα των υπαλλήλων απέναντι στην
αξιολόγηση είναι ότι θα κληθούν να αξιολογηθούν από τους υφιστάμενους
προϊσταμένους-αξιολογητές που έχουν τοποθετηθεί «με ανάθεση», δηλαδή με
υπουργικές αποφάσεις.
Οι εκθέσεις αξιολόγησης είναι ένα από τα κριτήρια που θα «μετρήσει» μια
υπηρεσία ως φορέας υποδοχής ενός υποψήφιου προς μετάταξη υπαλλήλου.
Μολονότι το νέο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο αποσυνδέθηκε από το βαθμολόγιο,
συνδέθηκε με την αξιολόγηση (άρθρο 12, Ν. 4354/2015). Από 1/1/2018 όσοι
υπάλληλοι βαθμολογούνται με άριστα σε τρεις συνεχόμενες αξιολογήσεις, θα
έχουν τη δυνατότητα να εξελίσσονται ταχύτερα μισθολογικά, ανεβαίνοντας ένα
επιπλέον μισθολογικό κλιμάκιο.
Λεπτομέρειες προβλέπεται να καθοριστούν με κοινή υπουργική απόφαση, η οποία
ταυτόχρονα θα ορίζει ένα ποσοστό μεταξύ 5%-15% του συνολικού αριθμού
υπαλλήλων, «λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε δημοσιονομικής συγκυρίας»,
στους οποίους θα χορηγούνται τα οφέλη της μισθολογικής εξέλιξης.
Αυτό θα γίνεται το συχνότερο ανά τρία έτη. Για τους «ανεπαρκείς», «σε όλως
εξαιρετικές περιπτώσεις» ύστερα από τρεις ετήσιες συνεχόμενες αξιολογήσεις,
δύναται να αναστέλλεται η αυτόματη μισθολογική εξέλιξη, το μέγιστο για ένα
έτος.