Μετά την πενταετία λόγω παραγραφής δεν μπορεί να λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς ελέγχους και καταλογισμούς οι κινήσεις και τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών στη χώρα μας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι μετά την πενταετία δεν μπορεί να λαμβάνονται υπόψη οι κινήσεις και τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα, για φορολογικούς ελέγχους και καταλογισμούς, καθώς έχει επέλθει παραγραφή.
Η υπ΄ αριθμ. 2934/2017 απόφαση του ΣτΕ, (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σάρπ και εισηγητής, ο πάρεδρος Ιωάννης Δημητρακόπουλος), ελήφθη, με αφορμή υπόθεση ελέγχου επιχειρηματία, για την επταετία (2001-2008), ο οποίος έχει αποβιώσει και συνέχισε την δικαστική διεκδίκηση η κόρη του ως κληρονόμος. Η αρμόδια ΔΟΥ έλαβε υπόψη τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών ως συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν στην ΔΟΥ μετά την πάροδο 5ετίας.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν στην εν λόγω απόφασή τους:
«Δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία, εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο».
Παράλληλα, αναφέρουν οι δικαστές στην επίμαχη απόφαση:
«Μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να διενεργείται, κατ΄ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 84 παρ. 1 πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπόλοιπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή. Τούτων έπεται, ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) την επιμήκυνση της (κατ΄ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α του ΚΦΕ».
Ακόμη, αναφέρουν:
«Πράγματι, αν θεωρηθεί ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή μπορούν να αποτελούν “συμπληρωματικά στοιχεία”, ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ΄ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών».
Σε άλλο σημείο αναφέρουν: «Υπό το φως της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της περίπτωσης β της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περίπτωση β του ΚΦΕ, περί δεκαετούς παραγραφής, εάν η ανακρίβεια της δήλωσης αποδεικνύεται, κατά την εκτίμηση της φορολογικής αρχής, βάσει στοιχείων για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή» και προσθέτουν:
«Η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το έτος που έπεται εκείνου στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση.
Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό αναδρομικά εις βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων».