Η δυσαρέσκεια έχει κορυφωθεί και η κατάσταση αξιολογείται ότι έφθασε «στα όρια της αντοχής» καθώς οι Ενώσεις (του σκοπιανού στρατού) επιδιώκουν αυξήσεις στους μισθούς και έχουν προαναγγείλει απεργιακές κινητοποιήσεις, σημειώνει δημοσίευμα των Σκοπίων. Η δυστυχία εκφράζεται με τους χαμηλούς μισθούς, τις ελλείψεις εξοπλισμού, στολών, μεταφορά προσωπικού αλλά και τη μη καταβολή των μισθών, σε συνδυασμό από την έλλειψη δραστηριοτήτων και ελλείψεων σε ασκήσεις ετοιμότητας… «Αυτό είναι ένα μόνο μέρος της εικόνας της δυστυχίας στο στρατό που επηρεάζει, σαφώς, το επίπεδο ετοιμότητας μάχης και κατά συνέπεια το επίπεδο της ασφάλειας στη χώρα», επισημαίνει με ανακοίνωσή του ο στρατός. Η δυσαρέσκεια δεν έμεινε κρυφή σε συνομιλίες με τους δημοσιογράφους, μετά την χθεσινή εκδήλωση, όπου ορκίστηκαν 35 νέοι αξιωματικοί στη στρατιωτική Ακαδημία «Μιχαήλο Αποστόλσκι» και προήχθησαν στο βαθμο του υπολοχαγού. Ο υπουργός Άμυνας, Ζόραν Γιολέφσκι, αμέσως μετά την εκδήλωση βιάστηκε να φύγει, αποφεύγοντας τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Αυτή η μιζέρια στο στρατό δεν είναι τωρινή, ούτε χθεσινή, κρατά χρόνια και το υπουργείο Άμυνας δεν έχει κάνει τίποτε για να ξεπερασθεί.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ένωση της Άμυνας και Ασφάλειας και η Ανεξάρτητη Ένωση των Επαγγελματιών Οπλιτών την περασμένη Παρασκευή ανακοίνωσαν ότι θα κατέβουν σε απεργία εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Δηλαδή, αύξηση 20% στους μισθούς, αποζημίωση για την ενασχόλησή τους τη νύχτα, τις αργίες και τις μη εργάσιμες ημέρες.
Σύμφωνα με το νόμο, η αναγγελία της απεργίας θα πρέπει να γίνει τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν ξεκινήσει για να έχει τη δυνατότητα ο υπουργός να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία για την ασφάλεια του κράτους. Ο πρόεδρος της Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας, Ρίστο Άιτοφ, είπε -σύμφωνα με το echedoros-a.gr- ότι «η απεργία δεν θα πραγματοποιηθεί, εάν η κυβέρνηση λάβει απόφαση για αιτήματά μας».
Ο ίδιος τόνισε ότι «σχεδόν το 50% των στρατιωτικών έρχονται για να εργασθούν από άλλες πόλεις με τις τοπικές συγκοινωνίες και η κάθε μέρα εργασίας τους υπερβαίνει πολλές φορές τις 12 ή τις 14 ώρες, επειδή είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν τα ωράρια των δρομολογίων των λεωφορείων.