Γράφει ο Χρήστος Ηλ.Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος).
Στο νόμο προβλέπονται οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ακυρωθεί μία διαθήκη, ανεξάρτητα από το τύπο της (δημόσια, μυστική, ιδιόγραφη). Σύμφωνα με το άρθρο 1719 του Αστικού Κώδικα, ένας λόγος ακύρωσης διαθήκης, αφορά στην ανικανότητα ενός προσώπου να συντάξει διαθήκη. Ανίκανοι να συντάξουν διαθήκη, είναι όσοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή οι ανήλικοι ή όσοι τελούν σε δικαστική συμπαράσταση με στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Με βάση το άρθρο 1782 του Αστικού Κώδικα και το άρθρο 1784 του Αστικού Κώδικα, άλλος λόγος ακύρωσης, είναι ο διαθέτης να έχει πέσει θύμα πλάνης, απάτης ή απειλής. Τα άρθρα 174 και 178 του Αστικού Κώδικα προβλέπουν τη δυνατότητα ακύρωσης μίας διαθήκης, όταν το περιεχόμενο αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη. Το άρθρο 1786 του Αστικού Κώδικα, προβλέπει ακύρωση εάν ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο, αγνοώντας την ύπαρξη του. Όταν υφίσταται ένας από τους ανωτέρω λόγους, υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της διαθήκης από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, με την κατάθεση αναγνωριστικής αγωγής. Σύμφωνα με την νομολογία (ΑΠ 1350/2014), η προθεσμία άσκησης αναγνωριστικής αγωγής παραγράφεται σε είκοσι (20) έτη , ενώ για τις περιπτώσεις πλάνης, απάτης, απειλής και παράλειψης μεριδούχου, παραγράφεται σε δύο έτη. Μετά την ακύρωση, λογίζεται σαν να μην υπήρχε ποτέ διαθήκη και επέρχεται εξ’ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν στο τέλος κάθε σελίδας. Στο τέλος κάθε σελίδας,καλό είναι να γράφεται ο αριθμός της σελίδας. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν θα πρέπει να περιέχει σβησίματα ή μουτζούρες. Εάν τυχόν εγγραφεί μία λάθος λέξη, ο διαθέτης ανοίγει μία παρένθεση και γράφει “διαγράφεται η λέξη”…στη συνέχεια της ροής του κειμένου.Οι παραπομπές,προσθήκες ή υστερόγραφα στο περιθώριο πρέπει να υπογράφονται ξεχωριστά,αλλιώς θα θεωρηθεί σαν να μην έχει γραφεί.Η ιδιόγραφη διαθήκη φυλάσσεται είτε από δικηγόρο της εμπιστοσύνης του διαθέτη είτε από άλλο πρόσωπο και μετά τον θάνατο του διαθέτη, δημοσιεύεται από Δικηγόρο στο πρωτοδικείο της κατοικίας του διαθέτη.Μετά την δημοσίευση,ακολουθεί συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, με βάση την ιδιόγραφη διαθήκη.
Η ιδιόγραφη διαθήκη για να είναι έγκυρη πρέπει να έχει γραφεί εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη. Αν είναι, έστω και κατά ένα μέρος της, γραμμένη από άλλον ή αν είναι δακτυλογραφημένη ή τυπωμένη από υπολογιστή, ακόμα και με ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη, η διαθήκη δεν ισχύει. Πρέπει επίσης να έχει σαφή χρονολογία, γραμμένη πάντα από το χέρι του διαθέτη, είτε ρητώς, π.χ. 22 Μαρτίου 2020, ή 22-3-2020 είτε εμμέσως, π.χ. Πάσχα 2020 (που αποδεικνύεται ότι είναι σε συγκεκριμένη ημερομηνία του 2020), ή Τσικνοπέμπτη 2020, (που προκύπτει ότι είναι σε συγκεκριμένη ημερομηνία του 2020). Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται σε ένα οιοδήποτε χαρτί ολόκληρη από τον διαθέτη και πρέπει να περιλαμβάνει καθαρά το όνομα και το επώνυμο αυτού και στο τέλος του κειμένου να υπάρχει η υπογραφή του.
Την ιδιόγραφη διαθήκη μπορούν να προσβάλλουν ως πλαστή ή ως συνταχθείσα από πρόσωπο που δεν είχε σώας τα φρένας ή την χρήση του λογικού όταν την έγραφε, μόνο όσοι έχουν έννομο συμφέρον, δηλαδή εκείνοι που κληρονομούν εάν ακυρωθεί η διαθήκη ή οι τετιμημένοι με προγενέστερη διαθήκη, η οποία θα ισχύσει εάν ακυρωθεί η μεταγενέστερη ιδιόγραφη.
Mία πολύ σημαντική κατηγορία μερικής ακυρότητας, είναι η προσβολή της νόμιμης μοίρας των εκ του Νόμου κληρονόμων, όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους και αγνοεί εντελώς τα παιδιά και τη σύζυγο.
Η διαθήκη είναι πολύ σημαντικό έγγραφο διότι με αυτό, ο άνθρωπος ρυθμίζει σε ποιούς και πώς, θα μοιραστεί η περιουσία του και τις επιθυμίες του, μετά το θάνατό του. Συχνά όμως, δημιουργούνται διενέξεις και αμφισβητήσεις, μεταξύ των κληρονόμων, αναφορικά με το κύρος και την ισχύ μιας διαθήκης.
Οι συχνότερες περιπτώσεις, όπου μπορεί να προσβληθεί μία διαθήκη, ως μερικά ή ολικά άκυρη, είναι ενδεικτικά, οι εξής :
• Καταρχάς, όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη, όταν δηλαδή υπάρχουν υπόνοιες πλαστότητας της διαθήκης, οπότε είναι ζήτημα απόδειξης πλέον αν η διαθήκη είχε συνταχθεί ή όχι, με το χέρι του διαθέτη.
• Όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, το οποίο συμβαίνει, εφόσον :
- δεν ήξερε να διαβάζει 2. ήταν ανήλικος 3.βρισκόταν υπό (πλήρη) δικαστική συμπαράσταση ή 4. έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, δεν είχε, όπως λέγεται, “σώας τας φρένας”.
• Αν δεν είχε συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο Νόμο, όπως π.χ για τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, ενώπιον συμβολαιογράφου, αναφορικά με τους μάρτυρες, τα πρόσωπα, που (δεν πρέπει) να είναι παρόντα, για παράδειγμα οι μάρτυρες ήταν συγγενείς του διαθέτη και το απέκρυψαν από το Συμβ/φο.
• Όταν ο διαθέτης δεν προσδιορίζει επακριβώς τον κληρονόμο, αλλά γενικά και αόριστα, π.χ στον αγαπημένο μου γιο (ενώ έχει 3 γιους)
• Στις περιπτώσεις, όπου ο διαθέτης, είχε πέσει “θύμα” απάτης, πλάνης ή απειλής, κατά τη σύνταξη της διαθήκης.
Μυστική διαθήκη είναι εκείνη που υπογεγραμμένη από τον διαθέτη κατατίθεται εγγράφως σε συμβολαιογράφο ενώπιον τριών (3) μαρτύρων ή ενώπιον ενός (1) μάρτυρα με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου και, εφ’ όσον δεν είναι σφραγισμένη από τον διαθέτη, σφραγίζεται από τον ίδιο συμβολαιογράφο, ο οποίος και συντάσσει σχετική πράξη κατάθεσης αυτής.
Τα πλεονεκτήματα της μυστικής διαθήκης είναι αφ’ ενός η διατήρηση της μυστικότητα αυτής και αφ’ ετέρου ότι μπορεί να συνταχθεί από άτομα που δεν μπορούν να γράψουν, έχουν όμως την ικανότητα ανάγνωσης.
Επομένως, το κείμενο της μυστικής διαθήκης μπορεί να γραφτεί είτε με μηχανικά μέσα, είτε από τρίτο πρόσωπο -πέραν του διαθέτη-, πάντα όμως απαιτείται η υπογραφή του κειμένου της μυστικής διαθήκης από τον ίδιο τον διαθέτη.
Μετά το θάνατο του διαθέτη, η μυστική διαθήκη δημοσιεύεται από το αρμόδιο δικαστήριο με μέριμνα του συμβολαιογράφου στο αρχείο του οποίου φυλάσσεται.
Δημόσια διαθήκη είναι εκείνη που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου, με την παρουσία τριών (3) μαρτύρων ή ενώπιον δύο (2) συμβολαιογράφων με την παρουσία ενός (1) μάρτυρα.
Δημόσια διαθήκη μπορούν να συντάξουν και τα πρόσωπα που δεν μπορούν να γράψουν ή να υπογράψουν. Το κείμενο της βούλησης του διαθέτη υπαγορεύεται από τον ίδιο και καταγράφεται από τον συμβολαιογράφο παρουσία και των μαρτύρων.
Μετά το θάνατο του διαθέτη, η δημόσια διαθήκη δημοσιεύεται από το αρμόδιο δικαστήριο με μέριμνα του συμβολαιογράφου που τη συνέταξε.
Σε περίπτωση που δημοσιευτεί και κηρυχτεί κυρία, άκυρη διαθήκη με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αυτός που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά τους όρους του νόμου κατά της απόφασης αυτής και να ζητήσει την ακύρωσή της.ΟιΟι συχνότερες περιπτώσεις, όπου μπορεί να αμφισβητηθεί – προσβληθεί μία διαθήκη, ως μερικά ή ολικά άκυρη, είναι οι εξής:
-όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη, όταν δηλαδή υπάρχουν υπόνοιες πλαστότητας της διαθήκης, οπότε είναι ζήτημα απόδειξη πλέον, εάν η διαθήκη είχε συνταχθεί ή όχι, με το χέρι του εκλιπόντος
-όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, το οποίο συμβαίνει εφόσον δεν ήξερε να διαβάζει / ήταν ανήλικος / βρισκόταν υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση / έπασχε από ψυχική διανοητική διαταραχή, δεν είχε όπως λέγεται «σώας τας φρένας»
-αν δεν είχε συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο νόμο, όπως για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης, ενώπιον συμβολαιογράφου, αναφορικά με τους μάρτυρες, τα πρόσωπα που δεν πρέπει να είναι παρόντα κλπ
-όταν ο διαθέτης δεν προσδιορίζει επακριβώς τον κληρονόμο, αλλά γενικά και αόριστα, πχ. στο καλύτερα από τα πέντε παιδιά μου κλπ.
-στις περιπτώσεις για την αμφισβήτηση της υπογραφής, όπου ο διαθέτης, είχε πέσει θύμα απάτης, πλάνης ή απειλής, κατά την σύνταξη της διαθήκης
-όταν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα των εκ του νόμου κληρονόμων, όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους πχ. στην αλλοδαπή οικιακή βοηθό και ξεχνάει σύζυγο και παιδιά.
Δικαίωμα νόμιμη μοίρας, έχουν τα παιδιά, οι γονείς και η σύζυγος του εκλιπόντος, εφόσον βέβαια ζουν, το οποίο ισούται με το μισό της μερίδας, που θα έπαιρναν, αν δεν υπήρχε η διαθήκη.
Γενικά σε κάθε περίπτωση που ακυρώνεται η διαθήκη, μερικά ή ολικά, αναβιώνει η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, με βάση την συγγένεια, όπου οι κοντινότεροι συγγενείς αποκλείουν τους μακρινότερους, με βάση τις οριζόμενες από το Νόμο «τάξεις».
Το δικαίωμα για προσβολή – αμφισβήτηση διαθήκης πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση, διότι η παραγραφή είναι σύντομη, μόλις 2 έτη από την δημοσίευσή της.
Η διετής παραγραφή ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις πλάνης, απάτης ή απειλής, παράλειψης μεριδιούχου, καθώς και στην περίπτωση όπου ο γάμος του νεκρού ήταν άκυρος ή είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του/της συζύγου, έχοντας βάσιμο λόγο.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το δικαίωμα προσβολής – ακύρωσης της διαθήκης ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΤΑΙ. Ωστόσο εδώ υπάρχει μία εξαίρεση: όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του ή μέρος αυτής στο Δημόσιο ή άλλους κοινωφελείς σκοπούς, η προσβολή πρέπει να γίνει αποκλειστικά εντός 5 ετών από τη δημοσίευση, άλλως χάνεται το δικαίωμα προσβολής. Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως μάρτυρες για σύνταξη της διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι δεν έχουν την ικανότητα να μαρτυρούν σε συμβόλαια, εφόσον διαρκεί αυτή η ανικανότητα.
Απαγορεύεται η παρουσία κατά τη σύνταξη της διαθήκης οποιοιδήποτε άλλου εκτός από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η διαθήκη για να αποκτήσει ισχύ πρέπει να δημοσιευτεί από Δικηγόρο στο Ειρηνοδικείο. Η δημοσίευση της γίνεται με την καταχώρησή της στα πρακτικά της δίκης, στα οποία βεβαιώνονται και όλα τα εξωτερικά ελαττώματα της.