Στην Καινή ∆ιαθήκη το όνοµα «Ισκαριώτης» απαντάται έντεκα φορές. Αυτό ετυµολογικά προέρχεται από τις λέξεις «ις» (άνθρωπος) και «Καριώθ». Δηλώνει είτε τον τόπο καταγωγής του, την πόλη «Καριώθ» της Ιδουµαίας, είτε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, οπότε σηµαίνει σκοτεινός, ασαφής, επίβουλος, ύποπτος, άνθρωπος του ψεύδους ή της απάτης.
Ο «Ισκαριώτης» της πολιτικής δεν θεραπεύτηκε ποτέ από τη νόσο της φιλαργυρίας. Η αγάπη του προς τα χρήµατα είναι εµφανής.
Να θυμηθούμε πως άρχισε ο «Ιούδας» και πως κατάντησε. Ξεκίνησε για να γίνει ο κήρυκας της… σωτηρίας της πατρίδας. Και μετά την προδοσία με τις ψευδείς συκοφαντίες κατάντησε… «ο υιός της απωλείας»!
Είναι πολλά τα επίθετα ή οι επιθετικοί προσδιορισμοί για τον Ιούδα στους ύμνους της Μ. Εβδομάδας, δείγμα της ευρηματικότητας των υμνογράφων.
Τα απαριθμούμε:
Αγνώμων (ασύνετος, αχάριστος), άδικος, άθλιος, άσπονδος (αδιάλλακτος), άφρων, άφρων
υπηρέτης, αιχμάλωτος (του διαβόλου), αχάριστος.
Γέννημα εχιδνών, δεινός (πονηρός, άγριος), δόλιος (πανούργος), διάβολος (κακολόγος, εχθρός, μοχθηρός), δυσμενής (εχθρός), δούλος (του εχθρού, των αρχιερέων και του διαβόλου), δυσσεβής, δυσώνυμος (βδελυκτός, μισητός). Επίβουλος (αυτός που θέλει το κακό του άλλου), εραστής (των χρημάτων). Ζηλότυπος (φθονερός). Καπηλεύων (την φιλόθεον χάριν), πονηρός, προδότης, τρισάθλιος, φιλάργυρος (φίλος του χρήματος, του κέρδους).