Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Οι συνέπειες μιας απόφασης που κρίνει ένα νόμο αντισυνταγματικό δεν είναι απλές ούτε το τοπίο της επόμενης μέρας διαγράφεται ειδυλλιακό. Εκατοντάδες πολίτες, που τήρησαν τον νόμο που ίσχυε ώσπου να ανατραπεί, αιφνιδιάζονται και βρίσκονται προ τετελεσμένων καταστάσεων, ενώ άλλοι πληρώνουν το τίμημα της αντισυνταγματικότητας με πιο «ακριβό» τρόπο. Οι διοικούντες αρκούνται σε ασκήσεις επί χάρτου, ενίοτε σε βολές κατά της δικαιοσύνης και σπανιότερα σε διόρθωση των ρυθμίσεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ανώτατο (ακυρωτικό) δικαστήριο (του διοικητικού δικαστικού κλάδου), αλλά δεν είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο». Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ένα από τα τρία δικαστήρια της χώρας μας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), οι αποφάσεις των οποίων αφενός δεν υπόκεινται στον έλεγχο ενός ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, αφετέρου δύνανται να ενεργοποιήσουν την ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος.Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 100 (παράγραφοι 1 και 4) του Συντάγματος, η δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου αποτελεί τη μοναδική περίπτωση, σε όλο το σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας στην Ελλάδα, που κύριο αντικείμενο της δίκης είναι ο έλεγχος της (ουσιαστικής) συνταγματικότητας διάταξης (τυπικού) νόμου και ως εκ τούτου αυτή σε περίπτωση αντισυνταγματικότητας μπορεί να παραμεριστεί οριστικά, δηλαδή μπορεί να ακυρωθεί. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος, παρεμπιπτόντως (και όχι κυρίως).Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα κάθε διάταξης (ουσιαστικού και τυπικού) νόμου που καλούνται να εφαρμόσουν. Όμως ο έλεγχος αυτός περιορίζεται μόνο στους σημαντικούς για την επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς (ουσιαστικούς και τυπικούς) νόμους.Βέβαια, κατά κανόνα τα κατώτερα δικαστήρια συμμορφώνονται στην κρίση του ανώτατου δικαστηρίου του κλάδου τους (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου). Η σχετική όμως απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου είναι τυπικά δεσμευτική μόνο σε περίπτωση που τα κατώτερα δικαστήρια επιληφθούν ξανά της ίδιας υπόθεσης.
Αντισυνταγματικές έκρινε τις συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας(απόφαση ολομέλειας Σ.τ.Ε. 1738/2017 ). Το ανώτατο δικαστήριο ανατρέπει τους φορολογικούς ελέγχους που έγιναν σε βάθος χρόνου μεγαλύτερου της πενταετίας, κρίνει με άλλα λόγια ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου είναι πενταετής.Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται: «η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λ.π.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προϊσχύουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι εν όψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) «η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προϊσχύουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά».
Άλλωστε, συνεχίζει το ΣτΕ, «η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα».
Η Ολομέλεια υπογραμμίζει στην επίμαχη απόφασή της ότι οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος (που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου), γιατί παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογικά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσίευσης των σχετικών νόμων ετών».
Σε άλλο σημείο της αποφάσεως αναφέρεται ότι παρατείνεται διαδοχικώς ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου λίγο πριν από την λήξη είτε της αρχικής παραγραφής είτε της προηγούμενης παρατάσεως αυτής ώστε η θεσπιζόμενη με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως κανόνας πενταετής παραγραφή να φαίνεται ότι δεν έχει πλέον σε καμία περίπτωση εφαρμογή για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν κατά τις χρήσεις στις οποίες αφορούν.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.
Ακόμη, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, των οποίων η έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού ημερολογιακού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ομόφωνα ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές.
Είχε προηγηθεί απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας,με βάση την οποία,εάν η φορολογική αρχή, δηλαδή το ΣΔΟΕ, δεν αποδείξει ότι τα επίμαχα αποκρυφθέντα ποσά προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος, τότε τα όποια πρόστιμα ακυρώνονται.
Η φορολογική αρχή «πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας», αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ και διευκρινίζεται ότι εάν η φορολογική αρχή δεν προβεί σε τεκμηριωμένη κρίση αλλά “απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων”, τότε στην περίπτωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο βάρος της απόδειξης όπως έχει την υποχρέωση και τα πρόστιμα ακυρώνονται.
Στο ΣτΕ προσέφυγε δικηγόρος στον οποίο επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 634.178 ευρώ λόγω μη έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών κατά τα έτη 2001 – 2009. Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν έπειτα από έλεγχο του ΣΔΟΕ, από τον οποίο προέκυψε ότι οι τραπεζικές του καταθέσεις υπερέβαιναν τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
Οι φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι τα επίμαχα ποσά, τα οποία υπερέβαιναν αυτά που αναγράφονταν στα δελτία παροχής υπηρεσιών, αποτελούσαν αποκρυβείσα αμοιβή που εισέπραξε για «την υπ’ αυτού παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του.