Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών-Συνταγματολόγος-Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα).
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχουν τη θέση αυτή, όσο υφίσταται ως θέση, εκτός εάν καταργηθεί η συγκεκριμένη θέση από την διοίκηση ή ο δημόσιος υπάλληλος υποπέσει σε σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα. Η κατάργηση μίας θέσης δημόσιας υπηρεσίας, επέρχεται με νόμο ή υπουργική απόφαση ή προεδρικό διάταγμα ή με νέο οργανόγραμμα. Εάν καταργηθεί η θέση, τότε “καταργείται” και ο δημόσιος υπάλληλος που την κατέχει. Απόλυση δημοσίου υπαλλήλου με νόμο, δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μονάχα η κατάργηση θέσεων ή υπηρεσιών του δημοσίου. Εάν καταργηθεί μία θέση, αυτομάτως παύει και η σύμβαση εργασίας μαζί του. Με βάση το ΦΕΚ με αριθμό φύλλου 850/13-3-2020, τεύχος δεύτερο, αριθμός απόφασης 429, προβλέπεται η τηλεδιάσκεψη των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή η από απόσταση διάσκεψη , αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων ή ομάδων μέσω συστημάτων ήχου και εικόνας ή ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων μέσων που παρέχουν οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Με την τηλεδιάσκεψη δίνεται η δυνατότητα σε ένα ή περισσότερα άτομα, να λαμβάνουν μέρος σε μία διάσκεψη, χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική τους παρουσία στο χώρο της συνεδρίασης των υπολοίπων ατόμων. Στόχος της τηλεδιάσκεψης είναι η διευκόλυνση της λειτουργίας των οργάνων, ιδίως σε περιπτώσεις που είναι δυσχερής η φυσική παρουσία κάποιων ή όλων. Σε κάθε δημόσια υπηρεσία, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ο κατάλληλος χώρος, εντός του οποίου θα εγκατασταθεί ο απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός. Η Τηλεδιάσκεψη αφορά όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε κάθε φορέα, ορίζεται συντονιστής φορέα, με αρμοδιότητα την δημιουργία, διαχείριση, εποπτεία όλων των τηλεδιασκέψεων, για λογαριασμό του φορέα. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2016/679, για την προστασία των φυσικών προσώπων. Ο κάθε φορέας ως υπεύθυνος επεξεργασίας, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος, για την συλλογή, επεξεργασία και τη νομική βάση, για το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που επεξεργάζεται κατά τη χρήση της υπηρεσίας. Εξειδίκευση των ως άνω, ρυθμίσεων της Τηλεδιάσκεψης στις δημόσιες υπηρεσίες, αναρτώνται στην ιστοσελίδα e: Presence.gov.gr. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 15 του νόμου 2690/1999 (Α’ 48).
Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 3369/2015, έκρινε συνταγματική τη διάταξη του Υπαλληλικού Κώδικα η οποία προβλέπει ότι μπορεί να απολυθεί δημόσιος υπάλληλος που του έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της παύσης σε περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν εκδικαστεί μέσα σε 6 μήνες.Στη Δικαιοσύνη είχε προσφύγει υπάλληλος του ΙΚΑ – ΕΦΚΑ, στην οποία το αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό δικαστήριο επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσης για τα παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος, της αναξιοπρεπούς και ανάξιας για υπάλληλο διαγωγή εντός της υπηρεσίας και της χρησιμοποίησης της υπαλληλικής ιδιότητας της προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της ίδιας ή τρίτων.
Το άρθρο 103 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει». Δηλαδή, ο δημόσιος υπάλληλος είναι μόνιμος, εφόσον η θέση για την οποία διορίστηκε εξακολουθεί να υπάρχει.Εάν καταργηθεί η θέση, παύει και η οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας μαζί του.
Τη μονιμότητα θεσμοθέτησε με νόμο για πρώτη φορά ο Χαρίλαος Τρικούπης στη πρωθυπουργική του θητεία, κατά τα έτη 1882-1886. Προηγουμένως με κάθε κυβερνητική αλλαγή άλλαζαν, κατά κανόνα, και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Η μονιμότητα αυτή των δημοσίων υπαλλήλων το 1911 καθιερώθηκε και συνταγματικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος,διότι από τη σταθεροποίηση της απασχόλησης του υπαλληλικού δυναμικού, αναμενόταν η αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους και έτσι θα συγκροτούνταν ένα ακομμάτιστο κράτος δικαίου. Ο Ελ. Βενιζέλος στην εισήγησή του για τη συνταγματική αναθεώρηση πρόβαλε μόνο ένα επιχείρημα υπέρ της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων: «Είναι το ριζικώτερον πλήγμα κατά της συναλλαγής».Από τότε δε μέχρι και σήμερα η μονιμότητα, με την ανωτέρω αναφερόμενη έννοια, εξακολουθεί να προστατεύεται συνταγματικά και απλός νόμος δεν μπορεί να την καταργήσει.
Οι βασικές κατηγορίες στις οποίες επιτρέπεται απόλυση δημοσίου υπαλλήλου, είναι οι εξής :
1.Στην πρώτη ανήκουν όσοι, διορίστηκαν παράνομα. Ορίζεται ότι όσοι δεν διορίστηκαν νόμιμα, θα πρέπει να ανακληθεί ο διορισμός τους, εντός 2 ετών.
Η διετία δεν ισχύει, για όσους προκάλεσαν δολίως ή υποβοήθησαν την παρανομία (π.χ με πλαστά δικαιολογητικά,πλαστά πτυχία, πλαστές άδειες άσκησης επαγγέλματος) ή δεν είναι έλληνες πολίτες ή έχουν καταδικαστεί ή παραπεμφθεί αμετάκλητα για συγκεκριμένα πλημμελήματα ή κακουργήματα ή είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, λόγω ποινικής καταδίκης. Επομένως, η ανάκληση του διορισμού των ανωτέρω, μπορεί να γίνει οποτεδήποτε.Η ακυρότητα του διορισμού τους,δεν θεραπέυεται(θεωρείται άκυρη πρόσληψη).
2.Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν όσοι απολύονται, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος(ποινή οριστικής παύσης).
Οριστική παύση-απόλυση, επιβάλλεται μόνο για τα εξής παραπτώματα :
-πράξεις του υπαλλήλου, που εκδηλώνουν άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην πατρίδα και τη δημοκρατία.
-παράβαση καθήκοντος, κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους Νόμους
-αποδοχή ανταλλάγματος ή άλλης εύνοιας από υπάλληλο, για το χειρισμό υπόθεσης, στα πλαίσια των καθηκόντων του,
-χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια συμπεριφορά, εντός ή και εκτός υπηρεσίας, από υπάλληλο,
-παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας
-εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια
-εμμονή σε άρνηση προσέλευσης σε υγειονομική επιτροπή,
-συμμετοχή άμεσα ή έμμεσα σε δημοπρασία από αρχή ή επιτροπή, στην οποία μετέχει και ο ίδιος ο υπάλληλος και
-αδικαιολόγητη απουσία από την υπηρεσία, για πάνω από 22 ημέρες συνεχώς ή πάνω από 30 μέρες, σε διάστημα ενός έτους.
-Εάν είναι υπότροπος και είχε τιμωρηθεί ξανά για το ίδιο αδίκημα.
3.Εάν καταργηθεί η θέση εργασίας ή ο οργανισμός,τότε λύεται αυτομάτως και η σύμβαση εργασίας.
4.Εάν ιδιωτικοποιηθεί δημόσια επιχείρηση,τότε λύονται οι συμβάσεις εργασίας,διότι δεν υφίσταται ο αρχικός εργοδότης(δημόσιο),με τον οποίο είχε υπογραφεί η σύμβαση εργασίας.
5.Τέλος,εάν καταργηθεί η ειδικότητα υπαλλήλου,που δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες.
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 της από 30/12/2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 184 Α΄) αντικαθίστανται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 49 «Απόλυση λόγω ορίου ηλικίας» του ΠΔ 410/1988 (Α 191), όπως ισχύει. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις:
« Το προσωπικό του κεφαλαίου αυτού, εκτός αν διαφορετικά ο νόμος ορίζει, απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται πάντοτε η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. Αν το προσωπικό αυτό κατά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει σαράντα (40) έτη συνολική υπηρεσία στο Δημόσιο, παρατείνεται η παραμονή του στην Υπηρεσία, έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας».Υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Β΄ του Π.Δ. 410/1988, απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους συμπλήρωσης του 62ου έτους της ηλικίας. Αν κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτοδίκαιης απόλυσης του υπαλλήλου και εφόσον άλλες διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει σαράντα (40) έτη συνολική υπηρεσία στο δημόσιο, παρατείνεται η παραμονή στην υπηρεσία μέχρι τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και πάντως όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1232/1982 (Α΄ 22) «…Τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από τη συμπλήρωση αυτή των 35 ετών πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας του υπαλλήλου, εκδίδεται και κοινοποιείται σ` αυτόν πράξη με την οποία βεβαιώνεται αιτιολογημένα ο χρόνος υπηρεσίας (πραγματικός και συντάξιμος) που συμπληρώνει ο υπάλληλος με τη λήξη του τριμήνου αυτού. Σε περίπτωση που το Δημόσιο, το ΝΠΔΔ ή ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αμφισβητεί τη βεβαιούμενη με την ανωτέρω πράξη συντάξιμη και πραγματική υπηρεσία, μπορεί για την άρση της αμφισβητήσεως αυτής να καταθέσει, μέσα σε 10 ημέρες από την κοινοποίηση της ως άνω πράξεως, αίτησή του στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίον, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, εκδίδει υποχρεωτικά εντός διμήνου, σχετική πράξη του, δεσμευτική για την αρμόδια Υπηρεσία Συντάξεων, με την οποία καθορίζεται η συνολική πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου, η δε πράξη αυτή του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί καθορισμού της πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Για τις λοιπές περιπτώσεις πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας η προθεσμία του δεκαημέρου αρχίζει από την ημέρα αυτοδίκαιης λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως.
Μόνιμοι υπάλληλοι, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ΥΚ, αλλά δεν υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ή δεν συνταξιοδοτούνται με βάση τις δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις, απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας τους. Αν το προσωπικό αυτό κατά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει σαράντα (40) έτη συνολική υπηρεσία στο Δημόσιο, παρατείνεται η παραμονή του στην Υπηρεσία, έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας.