Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη Ελλάδος.
Μετά την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και την απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών λόγω Κορωνοϊού, παρατηρήθηκε αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας και αύξηση των διαζυγίων μεταξύ νυμφευμένων. Η άσκηση βίας κάθε μορφής, μεταξύ των μελών της οικογένειας, απαγορεύεται (άρθρο 2 Νόμου 3500/2006, Ν. 4610/2019). Ως ενδοοικογενειακή βία δεν ορίζεται μόνο η σωματική κάκωση, η βλάβη, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αλλά και η πρόκληση ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος. Σύνηθες φαινόμενο, η λεκτική βία να προηγείται της σωματικής και κατά συνέπεια η έγκαιρη προσφυγή του θύματος στον μηχανισμό προστασίας και στην αστυνομία. Στην πράξη το θύμα, θα πρέπει να μεταβεί άμεσα στην αστυνομία και να καταγγείλει το περιστατικό. Ο αστυνομικός έχει καθήκον εχεμύθειας και οφείλει να ενημερώσει το θύμα για τους φορείς που μπορούν να το βοηθήσουν. Επισημαίνεται ότι η δίωξη, ασκείται αυτεπαγγέλτως και Δεν απαιτείται η πληρωμή παράβολου από το θύμα. Οι εκπαιδευτικοί, εφόσον αντιληφθούν περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας σε μαθητή τους, θα πρέπει να ενημερώσουν τον διευθυντή και ο διευθυντής να ενημερώσει τον αρμόδιο Εισαγγελέα ή την πλησιέστερη Αστυνομική αρχή. Κακοποίηση παιδιών, είναι η σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική κακομεταχείριση ή παραμέληση παιδιού ή παιδιών. Τα παιδιά θα πρέπει να διδαχθούν ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα χτυπά, να τα αγγίζει, να τα φιλα, να τα αγκαλιάζει. Όταν υπάρχουν περιστατικά κακοποίησης ή υποψία κακοποίησης, τότε το παιδί ή το “περιβάλλον” της οικογένειας ή οι γείτονες ή οποιοσδήποτε : μπορεί να καταγγείλει το γεγονός στον Εισαγγελέα ή στην αστυνομία (τηλ. 100) ή στο κέντρο άμεσης κοινωνικής βοήθειας (τηλ. 197) ή στο Χαμόγελο του παιδιού (τηλ 1056) ή στην υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων του υπουργείου δικαιοσύνης ή στον Συνήγορο του Πολίτη ή στο τμήμα ηλεκτρονικού εγκλήματος. Εφόσον ο φερόμενος ως δράστης, δεν αποδεικνύει το αντίθετο: ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμιας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης ή επιβουλής της ζωής , καθώς και σε περίπτωση άσκησης ενδοοικογενειακής βίας. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής, σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν προκύπτει κίνδυνος για την ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε ή γνώριζε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή ανίκανου να αντισταθεί, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η απειλή στην ενδοοικογενειακή βία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Η Εισαγγελία Ανηλίκων, είναι μία ξεχωριστή, αυτοτελής υπηρεσία της Εισαγγελίας πρωτοδικών και αποτελεί το βασικό εγγυητή των δικαιωμάτων των ανηλίκων. Έχει το ρόλο του συντονιστή της εφαρμογής της προνοιακής πολιτειακής μέριμνας για τον ανήλικο, ενώ κρίσιμος είναι και ο κατασταλτικός του ρόλος. Στην ισχύουσα κοινοτική και ελληνική νομοθεσία για την προστασία Προσωπικών Δεδομένων ,δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για την προστασία των ανηλίκων. Επομένως, ισχύουν οι γενικές διατάξεις, δηλ. ο ν. 2472/1997, οι οποίες βρίσκουν γενικά εφαρμογή όταν το υποκείμενο των δεδομένων είναι φυσικό πρόσωπο, όπως είναι εν προκειμένω, ένα παιδί. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται και από την ομάδα εργασίας του άρθρου 29, η οδηγία 95/46 και, συνεπώς και ο ν. 2472/1997, με τον οποίο ενσωματώθηκε η οδηγία στο ελληνικό δίκαιο, έχουν περιορισμένο προσωπικό και θεματικό πεδίο εφαρμογής, υπό την έννοια ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ζωής των παιδιών.
Από τις γενικές διατάξεις του ν. 2472/1997 κατά την επεξεργασία δεδομένων των ανηλίκων στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης βρίσκουν εφαρμογή οι αρχές της νομιμότητας της επεξεργασίας, της αναγκαιότητας και προσφορότητας των δεδομένων, καθώς και της περιορισμένης διατήρησης. Ιδίως, η τελευταία αρχή επιβάλλει να μην διατηρούνται τα δεδομένα των παιδιών, μετά την πάροδο του χρόνου, διότι τα παιδιά αναπτύσσονται και οι πληροφορίες που τα αφορούν καθίστανται ανεπίκαιρες, ενώ σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας πρέπει να συλλέγονται τα ελάχιστα κατά το δυνατόν δεδομένα για την εξυπηρέτηση του σκοπού επεξεργασίας. Όπως τονίζεται, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιλαμβάνονται, μεταξύ των δεδομένων που συλλέγονται και υπόκεινται σε επεξεργασία, πληροφορίες για το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, τις συνθήκες ζωής του ή των γονέων του, η επαγγελματική και κοινωνική τους κατάσταση κ.λπ.
Επίσης, πρέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης, τα οποία ασκούνται από τον νόμιμο αντιπρόσωπο του ανηλίκου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου.
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ο νόμος παρέχει ορισμένα δικαιώματα στα φυσικά πρόσωπα (τα υποκείμενα των δεδομένων) και θέτει συγκεκριμένες υποχρεώσεις σε όσους τηρούν και επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα (τους υπευθύνους επεξεργασίας).
Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων,είναι κάθε εργασία που πραγματοποιείται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως: συλλογή, καταχώριση, οργάνωση, διατήρηση ή αποθήκευση, τροποποίηση, εξαγωγή, χρήση, διαβίβαση, διάδοση, συσχέτιση ή συνδυασμός, διασύνδεση, δέσμευση, διαγραφή, καταστροφή.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που τηρεί και επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα ονομάζεται υπέυθυνος επεξεργασίας.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που επεξεργάζεται δεδομένα για λογαριασμό κάποιου υπεύθυνου επεξεργασίας ονομάζεται εκτελών την επεξεργασία.
Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει ειδική νομοθεσία που προστατεύει τα άτομα από την ανεξέλεγκτη χρήση των προσωπικών τους δεδομένων. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων είναι ο αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας (νόμοι 2472/1997 και 3471/2006).
Ως βασικός κανόνας ισχύει ότι για να χρησιμοποιήσει κάποιος τα προσωπικά σου δεδομένα για έναν συγκεκριμένο σκοπό πρέπει να έχει εξασφαλίσει την συγκατάθεσή σου και, σε αρκετές περιπτώσεις, τη συναίνεση των γονιών σου. Με αυτό εννοούμε ότι, αφού προηγουμένως έχεις ενημερωθεί ακριβώς για το ποιος είναι αυτός που θέλει να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα σου, για ποιον λόγο θέλει να τα χρησιμοποιήσει, ποια στοιχεία σου θέλει να πάρει και με ποιους θα τα μοιραστεί, έχεις δεχθεί και έχεις πει με σαφή τρόπο ότι συμφωνείς.
Η συγκατάθεση είναι ο γενικός κανόνας, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα κάποιοι οργανισμοί, όπως π.χ. ο δήμος ή το σχολείο σου, μπορούν να επεξεργάζονται συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεσή σου. Αυτό συμβαίνει γιατί τα δεδομένα σου είναι απαραίτητα για να εκτελέσουν το έργο τους και αυτό συνήθως ορίζεται σε κάποιο νόμο.
Όταν κάποιος σου ζητά να του δώσεις προσωπικά σου δεδομένα, έχεις το δικαίωμα να γνωρίζεις ακριβώς την ταυτότητά του, τον σκοπό για τον οποίο χρειάζεται τα δεδομένα σου, σε ποιους θα τα στείλει, καθώς και ποιοι θα έχουν πρόσβαση σε αυτά.
Έχεις το δικαίωμα να γνωρίζεις ποια δεδομένα τηρούν οι άλλοι (οργανισμοί ή άτομα) για σένα και μπορείς να τους ζητάς να σε ενημερώνουν για αυτό.
Έχεις το δικαίωμα να ζητάς τη διαγραφή ή τη διόρθωση των προσωπικών σου δεδομένων, όταν θεωρείς ότι η πληροφορία αυτή σε θίγει ή είναι λανθασμένη ή όταν διαφωνείς με την επεξεργασία αυτών των δεδομένων.
Πολλές από τις καθημερινές σου δραστηριότητες βασίζονται στην επεξεργασία των προσωπικών σου δεδομένων:
Η φόρμα που συμπληρώνεις για συμμετοχή στο διαγωνισμό της εταιρείας ηλεκτρονικών παιχνιδιών περιέχει προσωπικά σου στοιχεία, όπως όνομα, τηλέφωνο, διεύθυνση και ηλικία.
Το ίδιο συμβαίνει και κατά την εγγραφή σου σε ένα διαδικτυακό (on-line) κατάστημα βιβλίων.
Το σχολείο σου τηρεί δεδομένα για τους βαθμούς και τις επιδόσεις σου.
Ο γιατρός που επισκέφτηκες τηρεί τις ιατρικές σου εξετάσεις και άλλα σχετικά στοιχεία για την υγεία σου.
Ο αθλητικός σύλλογος στον οποίο είσαι μέλος τηρεί τα στοιχεία που έδωσες κατά την εγγραφή σου, καθώς και ιατρικά πιστοποιητικά.
Το προφίλ σου στο Facebook περιέχει πληροφορίες για τους φίλους σου, τα ενδιαφέροντά σου, αλλά και άλμπουμ με φωτογραφίες σου.
Το ηλεκτρονικό φόρουμ για μουσική που παρακολουθείς περιέχει στοιχεία για τις μουσικές προτιμήσεις σου και τους καλλιτέχνες που σε ενδιαφέρουν.
Αν δεν προσέξεις πώς και πού τα δημοσιοποιείς ή αν πέσουν σε λάθος χέρια, τα προσωπικά σου δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κάποιους για να σε δυσφημίσουν ή να σε φέρουν σε δύσκολη θέση, αποκαλύπτοντας ιδιωτικές σου στιγμές… Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να δυσκολέψουν τη ζωή σου στο μέλλον, π.χ. όταν θα ψάχνεις για δουλειά ή θα θέλεις να σπουδάσεις στο πανεπιστήμιο ή να πάρεις δάνειο από μία τράπεζα. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πέσεις ακόμα και θύμα υποκλοπής ταυτότητας (δηλαδή κάποιος που έχει τα δεδομένα σου μπορεί να προσποιείται ότι είσαι εσύ) ή θύμα παρενόχλησης και εξαπάτησης.
Προσωπικά δεδομένα είναι κάθε πληροφορία που σε χαρακτηρίζει, όπως για παράδειγμα το όνομά σου, η διεύθυνσή σου, το τηλέφωνό σου, τα ενδιαφέροντά σου, οι επιδόσεις σου στο σχολείο, οι φωτογραφίες σου, οι απόψεις σου, κ.α.
Μερικές φορές τα προσωπικά σου δεδομένα αφορούν ιδιαίτερα ευαίσθητα στοιχεία της ιδιωτικής σου ζωής, όπως στο θρήσκευμά σου, στις πολιτικές σου πεποιθήσεις, στην κατάσταση της υγείας σου ή στην ερωτική σου ζωή.
Αν ανακαλύψεις ότι κάποιος παραβιάζει τα προσωπικά σου δεδομένα, όπως π.χ. ότι τα συλλέγει ή τα δημοσιοποιεί (π.χ. «ανεβάζει» φωτογραφίες σου στο διαδίκτυο) χωρίς τη συγκατάθεσή σου, ενημέρωσε αμέσως τους γονείς σου και απευθύνσου στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων για να σε βοηθήσει.
Στο άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα περί ενδοοικογενειακής βίας προβλέπεται ότι: «Όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με τον δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας, τιμωρείται: α) για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) για την πράξη του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη.
Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.
Σημαντικό είναι ότι με την πρόκληση σωματικής βλάβης σε βάρος ανηλίκου εξομοιώνεται και η τέλεση των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων ενώπιον ανηλίκου καθώς και η θέση σε παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των ίδιων προσώπων.
Στο άρθρο 333 του Π.Κ. περί ενδοοικογενειακής βίας προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ,οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ,οφείλουν σε περίπτωση καταγγελίας κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις των αρ. 6, 7, 9, 10 του νόμου αυτού κατά την επιταγή του αρ. 17 § 1 Ν.3500/2006 και του αρ. 36 ΚΠΔ να μην θεωρούν απαραίτητη την υποβολή εγκλήσεως, καθώς κανόνας για τη δίωξη των εγκλημάτων αυτών ,αποτελεί η αυτεπάγγελτη δίωξη, χωρίς παράβολο. Επίσης κατά την επιταγή του αρ. 17 § 2 για τα πλημμελήματα των άρθρων αυτών ,εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία και αρκεί η ανώνυμη καταγγελία.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα και τιμωρείται από τις διατάξεις του Ν. 3500/2006.
Οι Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας λειτουργούν σε όλη την επικράτεια. Η Ελληνική Αστυνομία διαχειρίζεται κάθε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας και ενημερώνει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ενώ παράλληλα, παρέχει κατευθύνσεις και πληροφορίες στα θύματα, για την αναζήτηση δομών στέγασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχοκοινωνικής και νομικής υποστήριξης.
Η άσκηση κάθε είδους βίας ή κακοποίησης: ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής διώκεται από το Νόμο.
Αν είστε θύμα ή γνωρίζετε κάποιο θύμα ενδοοικογενειακής βίας:
Καλέστε το 100 ή ενημερώστε οποιονδήποτε Εισαγγελέα της χώρας.
Αν δεν μπορείτε να μιλήσετε, στείλτε γραπτό μήνυμα (sms) στο 100, με:
Ακριβή διεύθυνση
Ονοματεπώνυμο
Είδος επείγουσας ανάγκης (π.χ. «κινδυνεύει η ζωή μου», «δέχομαι βία από το/τη σύζυγό μου»)
Εάν δεν μπορείτε εσείς να επικοινωνήσετε με το 100, ζητήστε από κάποιον άλλον να ειδοποιήσει τις Αρχές για εσάς (π.χ. από κάποιον οικείο ή το γιατρό σας)
Αναζητήστε ιατρική περίθαλψη και πείτε στο γιατρό όλη την αλήθεια.
Υποβάλλετε μήνυση στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, χωρίς παράβολο.
Για κατευθύνσεις και οδηγίες, τηλεφωνήστε ή στείλτε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) στις Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας, που βρίσκονται σε όλη την επικράτεια.
Καλέστε τη γραμμή SOS 15900 .