Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών
Από την 1η Ιανουαρίου 2018, οι Έλληνες καταναλωτές θα χρεώνονται για τις πλαστικές σακούλες από τα καταστήματα λιανικής.
Με Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018 νέοι κανόνες αναφορικά με την διάθεση πλαστικών σακουλιών από τα καταστήματα λιανικής .Στα καταστήματα θα πρέπει να αναρτηθεί πινακίδα που θα γράφει: Οι λεπτές σακούλες μεταφοράς υπόκεινται στο περιβαλλοντικό τέλος με σκοπό τη μείωση χρήση τους.Πιο συγκεκριμένα, το περιβαλλοντικό τέλος για τις λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς προσδιορίζεται στην τιμή των 3 λεπτών ενώ το περιβαλλοντικό τέλος για τις λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς από την 1η Ιανουαρίου του 2019 προσδιορίζεται στην τιμή των 7 λεπτών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανακοίνωσε την επιβολή χρηματικής ποινής στην Ελλάδα για τη λειτουργία δεκάδων παράνομων χωματερών. Σύμφωνα με την πρόταση της εισαγγελέως, η χώρα θα κληθεί να καταβάλει άμεσα 22 εκατομμύρια ευρώ και επιπλέον 54.450 ευρώ για κάθε ημέρα μέχρι το κλείσιμο και την αποκατάσταση και της τελευταίας χωματερής.
Η Ελλάδα καταδικάστηκε για πρώτη φορά το 2005 για τη λειτουργία 1.125 παράνομων χωματερών. Το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε και πάλι την προδικαστική διαδικασία, καθώς η χώρα μας δεν είχε συμμορφωθεί, και τον περασμένο Ιούνιο η υπόθεση κατέληξε και πάλι στο Δικαστήριο. Η Ελλάδα θα τιμωρηθεί για την ύπαρξη (τον Ιούνιο, οπότε και εκδικάστηκε η υπόθεση) 70 ενεργών χωματερών και ακόμα 223 κλειστών που δεν είχαν αποκατασταθεί. Με δεδομένο όμως ότι το πρόστιμο θα μειώνεται κατά 150 ευρώ ημερησίως για κάθε χωματερή που κλείνει ή/και αποκαθίσταται, η ελληνική πλευρά εξαντλεί τους τελευταίους μήνες όλα τα περιθώρια ελιγμών ώστε η δημοσιοποίηση της απόφασης να βρει τη χώρα με όσο το δυνατόν λιγότερες χωματερές. Στο πλαίσιο αυτό, τις προηγούμενες εβδομάδες αποφασίστηκε το άμεσο κλείσιμο των παράνομων χωματερών στη Στερεά Ελλάδα (6) και στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (5), και η διάθεση των απορριμμάτων σε υφιστάμενους ΧΥΤΑ που λειτουργούν στην ευρύτερη περιοχή. Ανάλογες αποφάσεις πρόκειται να εκδοθούν μέσα στις επόμενες ημέρες και για άλλες περιοχές.
Μερικές καταδίκες της χώρας μας,από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης:
Στην υπόθεση Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας , ένας νέος που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στα τέλη της δεκαετίας του 80, μετά από δύο χρόνια υπηρεσίας αποφάσισε να καταγγείλει με μια τεκμηριωμένη επιστολή τον Στρατό ως έναν “εγκληματικό και τρομοκρατικό μηχανισμό” και αρνήθηκε να εκτίσει την ποινή της πρόσθετης υπηρεσίας που του είχε επιβληθεί. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του από την Ελληνική Δικαιοσύνη για “περιύβριση του στρατεύματος”, κατά τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. To Eυρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε όμως ότι “το περιεχόμενο της επιστολής περιλάμβανε ορισμένες σκληρές κι αμετροεπείς παρατηρήσεις αναφορικά με τις ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα. Όμως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτές έγιναν μέσα στο πλαίσιο μιας μακράς συζητήσεως επικριτικής για τη στρατιωτική ζωή και το στράτευμα ως θεσμό” και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του Γρηγοριάδη και πληρωμή 2.000.000 δρχ. για δικαστικά έξοδα .
Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας , στον “Αδέσμευτο Τύπο” δημοσιεύθηκε ένα άρθρο που αναφερόταν σε εισαγγελείς μπλεγμένους σε σκάνδαλα κι έμεναν ατιμώρητοι, πράγμα που αποδιδόταν στη φιλική τους σχέση με τον πρόεδρο ενός δικηγορικού συλλόγου. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη των Ρίζου και Ντάσκα για αποζημίωση 10.000.000 δρχ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι “οι επίδικες φράσεις δεν υπερέβαιναν τα όρια του αποδεκτού σχολίου σε μια υπόθεση επικαιρότητας” και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης των Ρίζου και Ντάσκα και πληρωμή 31.172 ευρώ, δηλ. την αποζημίωση που είχαν καταβάλει στον αντίδικό τους.
Στην υπόθεση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδας , στην “Espresso” και στην “Traffic news” δημοσιεύθηκε η διαμαρτυρία μιας γυναίκας που έκανε αποτυχημένη αισθητική επέμβαση στο στήθος, που οδήγησε σε μαστεκτομή και των δύο, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε καρκίνο, αλλά μόνο στον ένα μαστό και σε αρχικό στάδιο. Στα επίδικα άρθρα η γυναίκα φερόταν να αναφέρει ότι ο γιατρός την “έσφαξε σαν αρνί”, την “κατακρεούργησε”, την “κατέστρεψε”. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της γυναίκας για προσβολή της φήμης του γιατρού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι “ακόμα κι αν η προσφεύγουσα εκφράστηκε με όρους ωμούς και βίαιους, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι χρησιμοποιηθείσες εκφράσεις αντανακλούσαν τον τρόπο με τον οποίο εισέπραττε η ίδια την σοβαρότητα της κατάστασής της. Εξάλλου, οι δηλώσεις της δεν περιελάμβαναν οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί κακοπιστία από την πλευρά της” και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και σε πληρωμή 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη .
Στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας , μια δημοσιογράφος χαρακτήρισε “επίορκο” και “καραγκιόζη” έναν ανακριτή που υπέπεσε σε δικονομικές παρατυπίες σε υπόθεση τροχαίου, στην οποία εμπλεκόταν η αδελφή της “ως πρόβατο επί σφαγή”. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της δημοσιογράφου για εξύβριση του ανακριτή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι “δεν δύναται να δεχθεί ότι το προφανές συμφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του Λ.Π. και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συμφέρον που αφορά η υπόθεση αυτή, επαρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφευγούσης. (…) Κατά το Δικαστήριο, η επιβολή στην προσφεύγουσα μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής, έστω και με αναστολή, λειτουργεί στο πλαίσιο του άρθρου 10, κύρωση δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού. (…) Τέλος το Δικαστήριο φρονεί ότι οι εκφράσεις “επίορκος” και “καραγκιόζης” είναι μάλλον, αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυνάμενων να αποδειχθούν. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισμό μεταξύ “πραγματικών γεγονότων” και “αξιολογικών κρίσεων” αλλά εξήτασαν μόνο εάν οι χρησιμοποιηθείσες από την προσφεύγουσα εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή.” Έτσι, η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης της δημοσιογράφου και υποχρεώθηκε να της καταβάλει 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. .
Στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας ο παρουσιαστής ζωντανής εκπομπής καταδικάστηκε επειδή δεν διέκοψε τον καλεσμένο του ο οποίος αποκάλεσε “παρακρατικό” έναν εμπλεκόμενο στην υπόθεση Οτσαλάν κι ότι “η Ελλάδα δεν είναι οι φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου” και οι “νευροπαθείς ψευδοπατριώτες”. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του παρουσιαστή σε καταβολή αποζημίωσης, η οποία κατόπιν συμφωνίας με τον αντίδικο ορίστηκε στα 41.000 ευρώ και 1.170 ευρώ δικαστικά έξοδα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι οι παραπάνω λέξεις ήταν “αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εµπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυναµένων να αποδειχθούν. (… Αλλά) , οι επίδικες εκφράσεις δεν στερούνταν παντελώς πραγµατικής βάσεως. Αντιθέτως µάλιστα, ο Φ.Κ. είχε συναντήσει τον κ. Οτσαλάν κατά την παραµονή του στην Κένυα, για να του παραδώσει µηνύµατα και έγγραφα και, µετά τη σύλληψη του κ. Οτσαλάν από τις τουρκικές δυνάµεις, είχε παραχωρήσει πολλές συνεντεύξεις για το θέµα αυτό στα ελληνικά µέσα ενηµερώσεως. Τέλος, το ∆ικαστήριο δεν λησµονεί ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισµό µεταξύ «πραγµατικών γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά εξήτασαν µόνον εάν οι χρησιµοποιηθείσες από τον Ε.Β. εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του µηνυτή. (… Εξάλλου)Το κόνσεπτ της εκποµπής αυτής αφορούσε την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Επίσης, οι επίµαχες εκφράσεις ήταν προφορικές δηλώσεις τρίτου κατά τη διάρκεια ζωντανής εκποµπής, γεγονός το οποίο στέρησεαπό τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να τις αφαιρέσει «στο αέρα». (…) Στο σηµείο αυτό, το ∆ικαστήριο εκτιµά ότι η ευθύνη του δηµοσιογράφου-συντονιστή δεν συµπίπτει µε την ευθύνη του προσώπου το οποίο χρησιµοποίησε φράσεις διατυπωµένες ενδεχοµένως υπό µορφή οξείας λεκτικής επιθέσεως, εξυβριστικές ή συκοφαντικές. Πράγµατι, το να απαιτείται εν γένει από τους δηµοσιογράφους να λαµβάνουν συστηµατικώς και σαφώς αποστάσεις από το περιεχόµενο µιας εκφράσεως η οποία θα ήταν δυνατό να προσβάλει τρίτους, να τους προκαλέσει ή να προσβάλει την υπόληψή τους, δεν συµβιβάζεται µε τον ρόλο του Τύπου να πληροφορεί επί των γεγονότων, των απόψεων ή των ιδεών που λαµβάνουν χώρα και ισχύουν σε µία δεδοµένη στιγµή. Μία τέτοια απαίτηση θα επέβαλε δυσβάστακτο φορτίο στον δηµοσιογράφο-συντονιστή µιας εκποµπής, ο οποίος θα απέφευγε ενδεχοµένως να συνοµιλήσει µε πρόσωπα τα οποία θα ήταν δυνατό να εκφράσουν τις ιδέες τους υπό µορφή πολεµικής και σε τόνο υπερβολικό, φοβούµενος ότι θα του αποδοθούν προβλεπόµενες από τον νόµο ευθύνες. Ωστόσο, µία τέτοια κατάσταση θα µπορούσε να αποστερήσει από την κοινωνία τη µετάδοση µέσω των µέσων ενηµερώσεως ζωντανών και ζωηρών πολιτικών συζητήσεων, από τις οποίες θρέφεται η δηµοκρατία.” Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον προσφεύγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 42.238 ευρώ και των 7.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα .
Στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας ο δημοσιογράφος είχε συντάξει μια σειρά άρθρων εναντίον του Δικτύου ’21, με αποτέλεσμα να υποστεί αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις, γεγονός που τον οδήγησε στην σύνταξη μιας επιστολής στον πρόεδρο του ΔΣΑ με αίτημα τον πειθαρχικό έλεγχο των δικηγόρων διωκτών του. Στην επιστολή του χρησιμοποιούσε της εκφράσεις: «τροµοκρατία που ασκούν στους δηµοσιογράφους και τα µέσα ενηµέρωσης», «νέα πρακτική φίµωσης και κατάργησης της ελευθερίας της έκφρασης», «µε απίστευτο φανατισµό, ο οποίος καταντά ιδεοληψία», «δηλώσεις µετάνοιας», «θέλησή τους να εξοντώσουν µέσω αυτής της πρωτότυπης µεθόδευσης”, «οργάνωσαν την εξόντωση προς παραδειγµατισµό δηµοσιογράφων-θυµάτων µέσω αυτής της καταχρηστικής διαδικασίας» και «ανθρωποκυνηγητό». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του για προσβολή προσωπικότητας και καταβολή αποζημίωσης 3.000 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι “τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως διέκριναν µεταξύ «πραγµατικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά διερεύνησαν µόνον αν οι εκφράσεις που χρησιµοποιήθηκαν από τον προσφεύγοντα ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την επαγγελµατική και προσωπική υπόληψη του ενάγοντος. Στην πράξη, προκειµένου να αξιολογήσουν την πρόθεση του προσφεύγοντος, δεν τοποθέτησαν τις επίδικες εκφράσεις µέσα στο πλαίσιο της υπόθεσης. Το ∆ικαστήριο εκτιµά από την πλευρά του ότι η εκ µέρους του προσφεύγοντος διατύπωση των απόψεών του υπό την µορφή µιας επιστολής απευθυνόµενης προσωπικά στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας, παρά µέσω της δηµοσίευσης στον τύπο ενός άρθρου µε το ίδιο περιεχόµενο, έδειχνε µάλλον µία πρόθεση να τεθεί ζήτηµα δεοντολογικών ευθυνών των ∆.Κ. και Φ.Κ. ενώπιον της αρµόδιαςπειθαρχικής αρχής, παρά πρόθεση να εξυβριστούν ή να δυσφηµηστούν ανοικτά οι ενδιαφερόµενοι.” Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 6.000 ευρώ έξοδα στον προσφεύγοντα .
Στην υπόθεση “Αυγή” και Κάρης κατά Ελλάδας , το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε συγκεντρώσεις του 2000 στη Θεσσαλονίκη για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος των ταυτοτήτων και ο διοργανωτής μιας από αυτές (μετέπειτα βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ.) χαρακτηρίσθηκε “γνωστός εθνικοπαράφρων”. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της Αυγής και του δημοσιογράφου για καταβολή αποζημίωσης 58.000 ευρώ και δικαστικών εξόδων στον διοργανωτή. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι “η επίδικη έκφραση ήταν η µόνη από ολόκληρο το επίδικο άρθρο στην οποία εστίασαν τα εθνικά δικαστήρια προκειµένου να συµπεράνουν την πρόθεση του συντάκτη του να δυσφηµίσει τον Κ.Β. Επιπλέον, η προσωπική αναφορά στον Κ.Β. δε στερείτο νοήµατος, καθώς αυτός ήταν ένας εκ των οργανωτών της δεύτερης συγκέντρωσης. Συνεπώς, τοποθετηµένη µέσα στα πλαίσια του άρθρου, η επίδικη έκφραση αποσκοπούσε στην άσκηση οξείας κριτικής σε βάρος ενός εκ των οργανωτών µίας πολιτικής συγκέντρωσης στην οποία αντιτίθετο η εν λόγω ηµερήσια εφηµερίδα, παρά είχε πρόθεση να προσβάλει ή δυσφηµίσει χωρίς λόγο τον ενάγοντα. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν διάκριση µεταξύ «γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων» αλλά µοναχά ερεύνησαν αν η διατυπωθείσα στο επίδικο άρθρο έκφραση µπορούσε να βλάψει την προσωπικότητα και την υπόληψη του ενάγοντα. Πράγµατι, κατά την αξιολόγηση της πρόθεσης του προσφεύγοντα, δεν µετέφεραν τις επίδικες φράσεις µέσα στο γενικό πλαίσιο της υπόθεσης. Αντιθέτως µάλιστα, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος εξέτασαν την επίδικη έκφραση αποκοµµένη από τα συµφραζόµενατου άρθρου για να καταλήξουν ότι οι εκφράσεις «ακροδέξιος» και «εθνικιστής» αρκούσαν από µόνες τους προκειµένου ο δηµοσιογράφος να εξωτερικεύσει το περιεχόµενο των σκέψεών του. Ωστόσο, ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήµισης δε συνίσταται στο να υποδείξουν στο δηµοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισµών που µπορεί να χρησιµοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλµατός του, το δικαίωµα του για κριτική, ακόµα και µε δριµύ τρόπο. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται αντιθέτως ναεξετάσουν αν το πλαίσιο της υπόθεσης, το δηµόσιο ενδιαφέρον και η πρόθεση τουδηµοσιογράφου δικαιολογούσαν την πιθανή χρήση µίας δόσης πρόκλησης ή υπερβολής.” Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και καταβολή 60.000 ευρώ στους προσφεύγοντες .
Στην υπόθεση Κυδώνης κατά Ελλάδας το επίδικο δημοσίευμα ήταν ένα ανυπόγραφο άρθρο της εφημερίδας “Χιώτικη Διαφάνεια” στην οποία υπήρχαν αναφορές για καταπατήσεις εκτάσεων και άλλες παρανομίες πολιτευτή της Ν.Δ. Ο εκδότης της εφημερίδας (δημοσιογράφος) καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης, ενώ υπήρχαν τέσσερις δικαστικές αποφάσεις ότι τα γεγονότα που ανέφερε το άρθρο δεν ήταν ψευδή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι “οι καταγγελλόμενες εκφράσεις δεν περιείχαν καμία προσωπική προσβολή και εντάσσονταν στο πλαίσιο μίας διαμάχης μείζονος ενδιαφέροντος για την τοπική κοινωνία της Χίου. Επιπλέον, αντίθετα με τα επιληφθέντα δικαστήρια, που δεν έδωσαν καμία σαφή απάντηση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το επιχείρημα που ο προσφεύγων είχε προβάλει ενώπιόν τους, ήτοι την αθώωση σε τέσσερις περιπτώσεις ενός ατόμου που είχε και εκείνο καταγγείλει δημοσίως τον ίδιο πολιτικό για γεγονότα κατ’ουσίαν όμοια και του οποίου η αθώωση είχε στηριχθεί στην αποδεδειγμένη αλήθεια των εν λόγω εκφράσεων. Ως εκ τούτου, αν και δεν είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την αλήθεια των επίδικων εκφράσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτές δεν στερούνταν πραγματικής βάσης. Ενόψει των ανωτέρω, ακόμα κι αν οι καταγγελλόμενες εκφράσεις είχαν δίχως αμφιβολία αρνητικές συνέπειες στη δημόσια εικόνα του Γ.Ε., το Δικαστήριο δεν μπορεί ωστόσο να δεχθεί ότι το προφανές ενδιαφέρον για την προστασία της υπόληψης αυτού ήταν αρκετό για να αιτιολογήσει
την ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος.” Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης καθώς και σε καταβολή αποζημίωσης 1.746 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Στην απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδας, το επίδικο ήταν η τηλεοπτική εμφάνιση του δικηγόρου του Τόλη Βοσκόπουλου στον ΣΚΑΪ, όπου ειρωνεύτηκε την έκθεση του εισαγγελέα Δ.Μ. για απαλλαγή της συζύγου του τραγουδιστή, λέγοντας τα εξής: “Ειλικρινά γέλασα όταν τη διάβασα (την έκθεση), διότι αντιλήφθηκα ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελούσε πρόταση. Το θεώρησα ως μία πρόταση με την οποία ο συντάκτης της στόχευε στο να μειώσει τον (Βοσκόπουλο) σαν να υπήρχε μεταξύ τους καλλιτεχνικός ανταγωνισμός. Βέβαια, ο Δ.Μ. γράφει κι αυτός ποιήματα και μπορεί να αισθάνεται καλλιτέχνης. Είναι μία φιλολογική άποψη η οποία εκδηλώνει αντιπάθεια προς τον (Βοσκόπουλο). Δε λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του δικηγόρου για καταβολή αποζημίωσης 11.738,81 ευρώ στον εισαγγελέα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι “η ελευθερία έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται δημοσίως επί της λειτουργίας της δικαιοσύνης, αλλά των οποίων η κριτική δεν μπορεί να υπερβαίνει ορισμένα όρια (…). Το εφετείο δεν προέβη εν προκειμένω σε κανένα διαχωρισμό μεταξύ «πραγματικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά
ερεύνησε μόνο τον αντίκτυπο των φράσεων «όταν τη διάβασα, γέλασα» και «λογοτεχνική άποψη». Ερεύνησε άμεσα αν οι επίδικες φράσεις και ο αντίκτυπος που αυτές προκαλούσαν, μπορούσαν να προσβάλουν την αξιοπρέπεια και την τιμή του μηνυτή. Ως εκ τούτου, το εφετείο στέρησε από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι οι εν λόγω φράσεις δεν προσφέρονταν για απόδειξη της ακρίβειάς τους. Πράγματι, η πρώτη περιέγραφε, υιοθετώντας έναν μάλλον ειρωνικό τόνο, τη δική του αντίδραση κατά την ανάγνωση της επίμαχης έκθεσης και η δεύτερη συνιστούσε μία αμιγώς αξιολογική κρίση. (…) Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η ποινική υπόθεση στην οποία ο Α.Β., πελάτης του προσφεύγοντος, και η Σ.Π. εμπλέκονταν, είχε ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης λόγω της φήμης του Α.Β. Επιπλέον, η Σ.Π., σύζυγος του Α.Β. κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, είχε ήδη την ευκαιρία να συμμετάσχει σε τηλεοπτικές συζητήσεις και να κάνει σχόλια επί του περιεχομένου της έκθεσης του εισαγγελέα, που είχε δημοσιοποιηθεί εν τω μεταξύ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τοποθετημένη σε αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του προσφεύγοντος στο τηλεοπτικό
δελτίο μοιάζει κυρίως να απορρέει από την πρόθεσή του να υπερασπιστεί δημοσίως τις θέσεις του πελάτη του, σε μία υπόθεση που είχε προσελκύσει το δημόσιο ενδιαφέρον, και δεν στόχευε άμεσα στο να προσβάλει την προσωπικότητα του Δ.Μ.” Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον δικηγόρο 12.939 ευρώ αποζημίωση…..
Η χώρα μας δεν είναι και το καλύτερο παιδί της Ευρώπης, αν κρίνουμε από τις Εκθέσεις που κατά καιρούς συντάσσουν και δημοσιεύουν διεθνείς οργανισμοί.
Πριν από μερικούς μήνες, έκθεση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επικρίνει για μία ακόμη φορά τη χώρα μας «για τη βάναυση καταπάτηση των συνταγματικών και διεθνών δεσμεύσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Μία από αυτές τις δεσμεύσεις αναφέρει πως «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Άλλη δέσμευση που παραβιάζεται η «δημόσια δωρεάν εκπαίδευση». Άλλη η «ιατροφαρμακευτική περίθαλψη», η «εργασία», η «κοινωνική ασφάλιση».
Διαβάζοντας την έκθεση του ΟΗΕ καταλαβαίνει κάποιος την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, την αποδυνάμωση των μηχανισμών εκείνων που στόχο έχουν την ποιότητα ζωής ενός πολίτη σε αυτήν τη χώρα.
Η χώρα μας έχει χρεωθεί με 53 καταδίκες από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μάλιστα, από το 2001 μέχρι σήμερα έχουμε χρεωθεί ως χώρα (στην κυριολεξία) πρόστιμα ύψους 1.790.444 ευρώ γι’ αυτό το θέμα.
Καταδικαστική απόφαση για «καταναγκαστική εργασία στις φυτείες φράουλας στη Μανωλάδα», εξέδωσε στις 30.03.2017 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στο Στρασβούργο. Η απόφαση αφορά 42 προσφεύγοντες που είναι υπήκοοι του Μπαγκλαντές, ζουν στην Ελλάδα, η δε καταγγελία τους είχε γίνει το 2013. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΔΑΔ οι προσφεύγοντες οι οποίοι δεν είχαν άδεια εργασίας, είχαν προσληφθεί από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Φεβρουάριο του 2013 για να συλλέξουν φράουλες σε αγρόκτημα στη Μανωλάδα.
Η χώρα μας έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης, για τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης στις φυλακές,για τα ανθρώπινα δικαιώματα,για μη αναγνώριση αντιρρησία συνείδησης λόγω των πεποιθήσεών του, για θύματα εμπορίας ανθρώπων- καταναγκαστικής εργασίας(υπόθεση της Μανωλάδας),για απελάσεις μεταναστών,για ελευθερία συνείδησης (άρ. 9 ΕΣΔΑ),για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης,για μόλυνση του περιβάλλοντος κ.α.