Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους θεσμούς, που θα οδηγήσουν στην έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, εισέρχονται στην τελική ευθεία από το τέλος του Φεβρουαρίου. Στις 26 Φεβρουαρίου αναμένεται να έρθουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών.
Οι επικεφαλής των κλιμακίων προγραμματίζεται να επανέλθουν μετά το Πάσχα για τις τελικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των οποίων θα περιλαμβάνονται οι λεπτομέρειες του «ελληνικού προγράμματος» που θα εφαρμοστεί μετά το μνημόνιο, οι ρυθμίσεις για το χρέος, καθώς και το είδος της εποπτείας μετά την – χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή – έξοδο από το πρόγραμμα.
Κυβερνητικοί παράγοντες ανέφεραν πως το «ελληνικό πρόγραμμα» θα είναι διάρκειας περίπου 5 ετών, με δύο βασικά σκέλη: το αναπτυξιακό και το κοινωνικό. Το αναπτυξιακό τμήμα θα περιλαμβάνει σειρά θεμάτων, όπως:
*Τις προτεραιότητες ενισχύσεων ανά κλάδους (π.χ. ενέργεια, αγροτοδιατροφή κ.λπ.)
*Το σχέδιο ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
*Τον εντοπισμό και επίλυση προβλημάτων σε βασικούς τομείς (π.χ. αντιμετώπιση γραφειοκρατίας, ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, «κόκκινα» δάνεια κ.λπ.)
*Τον προγραμματισμό των χρηματοδοτήσεων.
Στο κοινωνικό σκέλος θα τεθούν οι στόχοι για την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας (π.χ. στελέχωση νοσοκομείων, επιδόματα, αύξηση κατώτατου μισθού).
Όσον αφορά στη μετά μνημόνιο εποχή, οι κυβερνητικοί παράγοντες ανέφεραν ότι η οριστική έξοδος από το πρόγραμμα θα συνοδευθεί από ένα είδος εποπτείας, η οποία, μεταξύ άλλων, θα αφορά:
*Στην υλοποίηση κάποιων «ουρών» από την ισχύουσα συμφωνία, όπως π.χ. την ολοκλήρωση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων από το ΤΑΙΠΕΔ.
*Στη δέσμευση ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές σε ό,τι έχει υλοποιηθεί (π.χ. θα παραμείνει η ανεξαρτησία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού με την ΑΑΔΕ)
*Στις δεσμεύσεις ότι θα συνεχιστούν μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε τομείς που θεωρούνται σημαντικοί (π.χ. δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση κ.λπ.).
Με «άγνωστο Χ» προς το παρόν τη στάση του ΔΝΤ και την αναμενόμενη από το Ταμείο νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, Ελλάδα και Ευρωπαίοι εταίροι συμφωνούν ότι η διευθέτηση για το χρέος πρέπει να βασίζεται στο λεγόμενο «γαλλικό μοντέλο» και να συνίσταται στα εξής: Αφ’ ενός στη σύνδεση της ανά έτους καταβολής των τοκοχρεολυσίων με τον βαθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, έως ότου αποπληρωθεί το 75% του δημοσίου χρέους. Για παράδειγμα, εάν υπάρξουν περίοδοι στασιμότητας στην οικονομία, θα μειώνονται και τα ποσά που θα δίδονται για τοκοχρεολύσια. Και, αφ’ ετέρου στην υπό όρους (conditionality) ελάφρυνση του χρέους με βάση μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιούνται.
Τα κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι έως το Eurogroup του Ιουνίου (ή έστω λίγο αργότερα) θα έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία με τους θεσμούς για όλα τα προαναφερθέντα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, τους επόμενους μήνες και έως την καταληκτική προθεσμία θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί και τα εναπομείναντα 88 προαπαιτούμενα.
Τον Μάιο προς Ιούνιο θα γίνει η συζήτηση για τα δημοσιονομικά (τα ήδη ψηφισθέντα μέτρα για τις συντάξεις και το αφορολόγητο για το 2019 και 2020, καθώς και για τα αντίμετρα). Η ελληνική πλευρά έχει ως «άσο στο μανίκι» το πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για εφέτος, το οποίο υπολογίζουν σε 4% του ΑΕΠ (ή 2,9% του ΑΕΠ μετά την αφαίρεση του κοινωνικού μερίσματος και του «μαξιλαριού ασφαλείας»). Ωστόσο, έως τώρα το ΔΝΤ κάνει συστηματικά πολύ πιο χαμηλές προβλέψεις.
«Αγκάθια» είναι οι αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ μετά την αναμόρφωση των αντικειμενικών αξιών (η κυβέρνηση δεν θέλει επ’ ουδενί να πληγούν μικρομεσαίες περιοχές της χώρας), η αναθεώρηση του «νόμου Κατσέλη» (με την κυβέρνηση να ζητεί ενίσχυση της προστασίας των δανειοληπτών), η προώθηση «καυτών» ιδιωτικοποιήσεων κυρίως στον τομέα της ενέργειας (ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, λιγνιτικές μονάδες) και η αναμόρφωση των αναπηρικών επιδομάτων.