Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών
Πλέον, ο Συνήγορος του Πολίτη, ερευνά αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας και διαβιβάζει το πόρισμα στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς να απαιτείται ενημέρωση του Σώματος εσωτερικών υποθέσεων της Ελληνικής αστυνομίας. Μέχρι πρόσφατα,ο Συνήγορος του Πολίτη, ερευνούσε μια υπόθεση αστυνομικής αυθαιρεσίας και είχε αρμοδιότητα απλής εισήγησης- γνωμοδότησης προς το σώμα εσωτερικών υποθέσεων ελληνικής αστυνομίας και όχι έκδοση πορίσματος και διαβίβαση στον αρμόδιο Εισαγγελέα (συνεργασία μαζί του). Στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη, πέρασαν οι καταγγελίες αλλά και η διερεύνηση περιστατικών ένστολης βίας η αυθαιρεσίας σε βάρος πολιτών η αλλοδαπών ,που προέρχονται από όργανα της Αστυνομίας, του Λιμενικού, της Πυροσβεστικής και του προσωπικού φύλαξης σωφρονιστικών καταστημάτων. Οι καταγγελίες για αυθαιρεσίες ενστόλων θα πρέπει να υποβάλλονται από τους θιγόμενους στον “Συνήγορο του Πολίτη” επωνύμως και γραπτώς η μέσω πληρεξούσιου προσώπου, ενώ η Ανεξάρτητη Αρχή θα μπορεί να επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως και σε περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας που θα αναφέρονται σε δημοσιεύματα του Τύπου η τηλεοπτικές εκπομπές . Το Σώμα εσωτερικών υποθέσεων ελληνικής αστυνομίας ,ερευνά αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας, επιβάλει τις νόμιμες διοικητικές κυρώσεις και διαβιβάζει την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Παράλληλα,στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη λειτουργεί Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, υπαγόμενο απευθείας στον Υπουργό. Το Γραφείο έχει ως αποστολή τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολόγηση και την περαιτέρω προώθηση προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές καταγγελιών για πράξεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν :
α. Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137 Α του Ποινικού Κώδικα,
β. Παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής, ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας, ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας,
γ. Παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και
δ. Κάθε άλλη προσβλητική της προσωπικότητας συμπεριφορά,
σε βάρος πολιτών, καθώς και τις συναφείς πράξεις, εφόσον αυτές εκδηλώθηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο τόπο και χρόνο.
Για τους ίδιους λόγους,μπορεί να κατατεθεί αναφορά ή μήνυση ενώπιον του τοπικού Εισαγγελέα ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Στο αστυνομικό τμήμα:
- Έχεις δικαίωμα να ζητήσεις το έντυπο με τα δικαιώματά σου στη μητρική σου γλώσσα.
- Έχεις δικαίωμα να κάνεις ένα επιτυχημένο τηλεφώνημα
- Έχεις δικαίωμα να επιλέξεις δικηγόρο της αρεσκείας σου
- Μπορούν να σου αφαιρέσουν όλα τα κινητά αντικείμενα (π.χ. ρολόι, κινητό, χρήματα, κλειδιά). Έχεις δικαίωμα να απαιτήσεις τη σύνταξη σχετικού καταλόγου. Παράδωσε το κινητό μόνο αφού αφαιρέσεις την κάρτα και σε κάθε περίπτωση αποενεργοποίησέ το.
- Αν είσαι γυναίκα, απαίτησε να σου γίνει σωματική έρευνα από γυναίκα αστυνομικό.
- Αν έχεις τραυματιστεί κατά την «σύλληψη σου» απαίτησε:
1) Την άμεση μεταφορά σου σε νοσοκομείο, ακόμη και στην περίπτωση φαινομενικά ελαφρού τραυματισμού. Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις την εξέλιξη μιας σωματικής βλάβης και επιπλέον περιφρουρείς τη σωματική σου ακεραιότητα από τυχόν νέες επιθετικές διαθέσεις κάποιου αστυνομικού.
2) Την εξέτασή σου από ιατροδικαστή και την έκδοση σχετικής γνωμάτευσης.
Η αστυνομία οφείλει να σε οδηγήσει το συντομότερο δυνατό στον εισαγγελέα, σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών.
Αν παρέλθει ένα 24ωρο από τη σύλληψή σου χωρίς να έχεις οδηγηθεί στον Εισαγγελέα, απαίτησε να αφεθείς ελεύθερος, ακόμη και αν σου έχουν αποδοθεί κατηγορίες.
Σε περίπτωση προσαγωγής στο αστυνομικό τμήμα:
Ζήτησε να μάθεις την αιτία της προσαγωγής σου.
Δήλωσε στους αστυνομικούς ότι παρανομούν, παραβιάζουν τα συνταγματικά σου δικαιώματα.
Ζήτησε τα ονόματα των αστυνομικών που σε συλλαμβάνουν ώστε να γνωρίζεις ποιους θα καταγγείλεις για παράνομη σύλληψη και παράνομη κατακράτηση (ακόμη και αν τελικώς δεν το κάνεις).
Στην εξακρίβωση στοιχείων:
Μπορεί να σε σταματήσουν αστυνομικοί με στολή ή με πολιτικά, οπουδήποτε και να ζητήσουν να εξακριβώσουν τα στοιχεία σου. Από τον αστυνομικό με πολιτικά, απαίτησε την επίδειξη ταυτότητας. Κατόπιν επέδειξε ταυτότητα ή διαβατήριο. Από τη στιγμή που έχεις το σχετικό έγγραφο, δεν έχεις υποχρέωση να τον ακολουθήσεις στο τμήμα.
Στην περίπτωση που ζητήσει ο αστυνομικός να σου κάνει σωματική έρευνα, απαίτησε να μάθεις την αιτία, τους ακριβείς λόγους που οδηγούν τον συγκεκριμένο αστυνομικό να σε θεωρεί ύποπτο για διάπραξη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος.
Λόγοι που αφορούν την εμφάνισή σου ή το σημείο όπου βρίσκεσαι, δεν θεωρούνται επαρκείς. Αν ο αστυνομικός επιμείνει, απαίτησε να πληροφορηθείς τα στοιχεία του, και δήλωσέ του ότι σκοπεύεις να υποβάλεις μήνυση για δυσφήμιση και έργω εξύβριση, και θα επιδιώξεις αποζημίωση για την ηθική σου βλάβη.
Συμπεριφορά σε περίπτωση σύλληψης:
Α. ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ.
1.Απαίτησε να μάθεις για ποιο συγκεκριμένα αδίκημα σε συλλαμβάνουν.
- Ακολούθησε την συμπεριφορά που εκτέθηκε προηγουμένως. Π.χ. Δεν έχω κάνει καμία παράνομη πράξη και με συλλαμβάνουν άδικα.
Β. ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ
Φρόντισε να μην απαντήσεις σε καμία ερώτηση των αστυνομικών, ούτε καν να εμπλακείς σε «φιλική κουβεντούλα». Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου
Γ. ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Φρόντισε να ενημερωθείς αν κατηγορείσαι για κάτι ή αν πρόκειται για απλή προσαγωγή. Σε κάθε περίπτωση απαίτησε την άμεση επικοινωνία με δικηγόρο.
Στην περίπτωση της προσαγωγής, πίεσε για την άμεση απελευθέρωσή σου, ως εξής:
Σε κάθε αστυνομικό που περνά από μπροστά σου καθώς στέκεσαι και περιμένεις, επαναλαμβάνεις απαιτητικά τα παρακάτω.
- Διαμαρτύρομαι για την παράνομη κατακράτησή μου και απαιτώ να αφεθώ αμέσως ελεύθερος.
- Απαιτώ να επικοινωνήσω με το δικηγόρο μου τώρα αμέσως.
- Γνωρίζω τα δικαιώματά μου και σκοπεύω να τα ασκήσω. Απαιτώ το όνομα των υπευθύνων για την παράνομη κατακράτησή μου προκειμένου να υποβάλω μήνυση.
Μη θεωρήσεις δεδομένο ότι η «υπομονετική» στάση σου κατά τις ώρες της αναμονής θα σε βοηθήσει να ξεμπερδέψεις.
Συνήθως, η αστυνομία συλλαμβάνει δεκάδες ανθρώπους χωρίς να τους ενημερώσει για την αιτία, τους χαρακτηρίζει όλους προσαχθέντες και μετά από πολλές ώρες, αποδίδει αδικήματα στους περισσότερους από αυτούς.
Σε περίπτωση σύλληψης και απαγγελίας κατηγοριών, κεντρική συμβουλή που πρέπει να διέπει όλη σου τη στάση είναι η ερμητική σιωπή σε οποιαδήποτε προσπάθεια των αστυνομικών να σε προσεγγίσουν. Δεν απαντάς σε άλλες ερωτήσεις, πέραν των στοιχείων ταυτότητας (π.χ. ούτε καν αν έχεις αδέλφια, πού εργάζεσαι κλπ.) και γενικά διατήρησε μία αποστασιοποιημένη στάση (αρνήσου κέρασμα καφέ κλπ.). Απαίτησε την επικοινωνία σου με συνήγορο. Αρνήσου να απολογηθείς προανακριτικά χωρίς δικηγόρο.
Αν παρά ταύτα, επιλέξεις να απολογηθείς χωρίς δικηγόρο, είναι χρήσιμο, να δώσεις προανακριτική κατάθεση με το παρακάτω περιεχόμενο:
Δεν διέπραξα καμία παράνομη πράξη. Η σύλληψή μου είναι απολύτως παράνομη, το ίδιο και η κράτησή μου. Προτίθεμαι να υποβάλω μήνυση και γι’ αυτό ζητώ να μου ανακοινωθούν τα ονόματα των υπευθύνων. Αναλυτικά θα απολογηθώ ενώπιον των δικαστικών αρχών.
Αρνήσου να απαντήσεις σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ερώτηση, πλην των παραπάνω αναφερόμενων ως εξής:
«Αρνούμαι να απαντήσω δεδομένου ότι μετά την παράνομη σύλληψή μου για δήθεν αδικήματα τα οποία ουδέποτε διέπραξα, αμφιβάλω για την νόμιμη διεξαγωγή προανάκρισης από την αστυνομία. Επιφυλάσσομαι και πάλι να απαντήσω ενώπιον των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών.»
Ακόμα και αν κρίνεις ότι κάτι μπορεί να διευκολύνει τη θέση σου, έχεις κάθε χρονικό περιθώριο να το καταθέσεις αργότερα, αφού θα έχεις μιλήσει με δικηγόρο και τους οικείους σου.
Μην δέχεσαι τίποτα πόσιμο ή φαγώσιμο εκτός από συσκευασμένα είδη (π.χ. μπουκάλι νερό, κρουασάν κλπ.). Επίσης δεν υπογράφεις κανένα έγγραφο χωρίς την παρουσία δικηγόρου, με εξαίρεση το έγγραφο της προανακριτικής σου απολογίας, εφόσον έχεις απολογηθεί με τη θέλησή σου και εφόσον έχει το παραπάνω περιεχόμενο.
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί επτά φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Είναι αυτονόητο πως κάθε πολίτης, ακόμη κι αν έχει υποπέσει σε παράβαση, δικαιούται υποδειγματικής συμπεριφοράς.
Η βιντεοσκόπηση, ηχογράφηση ή φωτογράφιση περιστατικών και συνομιλιών, δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία. Στην περίπτωση που κάποιος οδηγός επιχειρήσει να βιντεοσκοπήσει φανερά ένα στιγμιότυπο ελέγχου, παρότι έχει το δικαίωμα να το κάνει, είναι βέβαιο ότι οι αστυνομικοί θα αντιδράσουν. Σε περίπτωση «κρυφής κάμερας», το υλικό που θα καταγραφεί είναι στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε εισαγγελέα να το αξιολογήσει και να κρίνει αν θα το λάβει υπόψη του.
Ενόψει της θέσπισης ήδη από το 2001 του άρθρου 253Α ΚΠΔ , η αστυνομική δράση που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του agent provocateur κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 ΠΚ είναι παράνομη και δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της με καμία ερμηνευτική κατασκευή. Η αστυνομία δηλαδή είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει την διαδικασία του άρθρου 253Α ΚΠΔ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και των λοιπών εγκλημάτων που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη. Δυστυχώς , στην πράξη δεν αιτιολογείται η αστυνομική διείσδυση, όπως πρέπει. Ακόμη δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη που να κατοχυρώνει την τήρηση πρωτοκόλλων τεκμηρίωσης με τα αποτελέσματα της μυστικής αστυνομικής δράσης ή να μαγνητοφωνείται ή να βιντεοσκοπείται η αστυνομική επιχείρηση με σκοπό την αποφυγή αυθαιρεσιών. Επιπλέον, απουσιάζει παντελώς μια ρύθμιση για μεταγενέστερη ειδική ενημέρωση των θιγόμενων από τη μυστική αστυνομική δράση προσώπων. Οι ελλείψεις αυτές καθιστούν ακόμη πιο έντονο το πρόβλημα στην πράξη, όπου με τη γνωστή πρακτική μιας άδηλης αξιοποίησης από τα δικαστήρια ανώνυμων πληροφοριών που προέρχονται από τους κόλπους της αστυνομίας , η κατάσταση επιδεινώνεται.
Δύο είναι οι «ελληνικές» υποθέσεις σχετικά με την αστυνομική διείσδυση που απασχόλησαν το ΕΔΔΑ. Στη μια υπόθεση, Βλάχος κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 20643/06), το ΕΔΔΑ δε δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη ποινική δίκη, αφού δε διέγνωσε αστυνομική παγίδευση. Δέχθηκε ειδικότερα ότι ο αστυνομικός προσποιήθηκε, ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει παραχαραγμένα (πλαστά) αμερικανικά δολάρια, ότι ο κατηγορούμενος και προσφεύγων του έδειξε αμέσως τα πλαστά χαρτονομίσματα και ότι δεν υπήρξε αστυνομική πρόκληση, επειδή το έγκλημα είχε τελεσθεί ήδη πριν από την επαφή του κατηγορουμένου με τον αστυνομικό. Στην άλλη υπόθεση, Πυργιωτάκης κατά Ελλάδας (αρ. προσφ.15100/06) , το ΕΔΔΑ δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εξαιτίας αστυνομικής παγίδευσης. Είχε προηγηθεί καταδίκη του προσφεύγοντος για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών ουσιών, αν και προβλήθηκε ο ισχυρισμός περί αστυνομικής παγίδευσης. Ο προσφεύγων έφερε σε επαφή τους δύο αστυνομικούς που δήθεν ενδιαφέρονταν για αγορά ναρκωτικών με τον πωλητή. Το εφετείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέβαλε στον προσφεύγοντα κάθειρξη 7 ετών, ενώ ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αφού αποφάνθηκε, ότι δεν υφίστατο υπέρβαση της επιτρεπόμενης συγκεκαλυμμένης δράσης του αστυνομικού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στη συνέχεια , έλαβε χώρα διαπίστωση εκ μέρους του ΕΔΔΑ παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εξαιτίας αστυνομικής παγίδευσης, δεδομένου ότι ο προσφεύγων εμφανίστηκε στην υπόθεση μόνο τη μοιραία ημέρα, ο ρόλος του περιοριζόταν στο να υποδείξει στους αστυνομικούς το μέρος όπου βρισκόταν ο πωλητής ναρκωτικών ουσιών, κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός γνωστού του, δεν είχε ποινικό παρελθόν και οι αρχές δε διέθεταν ικανούς λόγους να υποπτεύονται ότι ενέχεται σε διακίνηση ναρκωτικών. Η καταδίκη της Ελλάδος στην υπόθεση Πυργιωτάκης ήταν λογική συνέπεια της αδιαφορίας που επιδεικνύει ο ΑΠ σχετικά με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (και) στο συγκεκριμένο θέμα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε όχι μόνο γιατί ο ΑΠ αγνοεί σε αφηρημένο επίπεδο την οριοθέτηση της έννοιας της αστυνομικής παγίδευσης από το ΕΔΔΑ, αλλά και γιατί στον έλεγχο των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται από τα δικαστήρια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ως προς την τυχόν ύπαρξη αστυνομικής παγίδευσης καθώς και στον έλεγχο της διαδικαστικής τύχης του σχετικού ισχυρισμού δεν ακολουθεί τις κατευθύνσεις του ΕΔΔΑ. Έτσι, δεν ακολουθείται πρώτα απ’ όλα η βασική αρχή του ΕΔΔΑ ότι η μυστική δράση των αστυνομικών, για να είναι νομιμοποιημένη, πρέπει να στηρίζεται εκάστοτε σε πολύ συγκεκριμένους και πειστικούς λόγους θεμελίωσης υπονοιών για την τέλεση αξιόποινων πράξεων από συγκεκριμένα πρόσωπα. Ειδικότερα, τα δικαστήρια της ουσίας δεν προχωρούν σ’ έναν ουσιώδη έλεγχο των πηγών πληροφόρησης της αστυνομίας, αρκούμενα στη γενική αναφορά για περιέλευση πληροφοριών σ’ αυτήν, που δίνει αφορμή για χρήση μυστικών αστυνομικών, και τούτο δεν ελέγχεται από τον ΑΠ.”
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
Υπόθεση Μοδέστου κατά Ελλάδας (51693/13)
Απαραβίαστο της κατοικίας και του ιδιωτικού βίου (άρ. 8 ΕΣΔΑ) – Αστυνομική έρευνα και κατάσχεση στοιχείων (Η/Υ και εγγράφων) στην προσωπική κατοικία του προσφεύγοντος, στο πλαίσιο της διερεύνησης της τέλεσης ποινικού αδικήματος – Έκταση/ορισμένο του εντάλματος έρευνας – Δικαστικός έλεγχος
Α) Για τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι συνθήκες έκδοσης του εντάλματος, κυρίως δε, τα άλλα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, το περιεχόμενο και η έκταση του εντάλματος, ο τρόπος διενέργειας της έρευνας (περιλαμβανομένης της παρουσίας ανεξάρτητων παρατηρητών) και η έκταση των πιθανών επιπτώσεων στην εργασία και στη φήμη του θιγόμενου – Πρέπει επίσης να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο επαρκείς εγγυήσεις έναντι αυθαιρεσιών, όπως η ύπαρξη αποτελεσματικού ελέγχου των λαμβανόμενων μέτρων
Β) Εν προκειμένω, η επίμαχη έρευνα και κατάσχεση έλαβε χώρα (το Σεπτέμβριο 2010) στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με δύο άλλα πρόσωπα (τον Χ και τον Ψ).Το ένταλμα έρευνας κατοικίας πρέπει να έχει κάποια όρια, ώστε να μην είναι δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό του. Εν προκειμένω, το εισαγγελικό ένταλμα έρευνας ήταν διατυπωμένο με γενικούς όρους, καθώς (α) ανέφερε ότι η έρευνα σκοπούσε στην εξακρίβωση του εάν είναι τελεσθεί αξιόποινες πράξεις, όπως η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, από τον Χ και τον Ψ και από άλλα πρόσωπα συνδεόμενα με αυτούς και επέτρεπε την κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου ή εγγράφου που είχε σχέση με την υπόθεση.Επομένως, το ένταλμα δεν χορηγούσε καμία πληροφορία για τη σχετική διερεύνηση και τα αντικείμενα στα οποία αφορούσε, ειδικότερα, δε, δεν περιείχε λίστα των αντικειμένων ή εγγράφων που είχαν σχέση με τη φύση του υπό έρευνα αδικήματος και καθόριζε τις υπό έρευνα κατοικίες χωρίς αναγραφή των ονομάτων των ιδιοκτητών τους ή των προσώπων που διέμεναν σε αυτές.Ειδικότερα, το ένταλμα δεν αναφερόταν ονομαστικά στον προσφεύγοντα ούτε περιέγραφε την πιθανή σχέση του με την ερευνώμενη υπόθεση.Ωστόσο, τα ανωτέρω δικαιολογούνταν από την επιδιωκόμενη συλλογή αποδείξεων σχετικών με υπόνοιες για εγκληματικές ενέργειες που εκτείνονταν σε μεγάλη χρονική περίοδο και στις οποίες εμπλέκονταν περισσότερα πρόσωπα.Όμως, σε τέτοια περίπτωση, εφόσον δεν προβλέπεται προηγούμενος δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου, πρέπει να υπάρχουν άλλες εγγυήσεις, ιδίως, όσον αφορά την εκτέλεση του εντάλματος, ικανές να αντισταθμίσουν τις ατέλειες που συνδέονται με την έκδοση και το περιεχόμενο του εντάλματος. Εξάλλου, η απουσία εντάλματος έρευνας μπορεί να αντισταθμιστεί από αποτελεσματικό μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο.Στην παρούσα υπόθεση, η έρευνα συνοδεύτηκε από ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις, δοθέντος ότι διατάχθηκε από εισαγγελέα εφετών, που εξέδωσε σχετικό ένταλμα, και πραγματοποιήθηκε από αστυνομικό υπάλληλο, παρουσία εισαγγελικού λειτουργού.Μολαταύτα, ο προσφεύγων δεν ήταν παρών στην έρευνα, που διήρκεσε 12 ώρες, ούτε προκύπτει από το φάκελο ότι έγινε απόπειρα ενημέρωσής του, παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 256 ΚΠΔ. Στην έλλειψη προηγούμενου δικαστικού ελέγχου, στην αοριστία του εντάλματος και στην απουσία του προσφεύγοντος προστίθεται η έλλειψη δικαστικού ελέγχου αμέσως μετά από την έρευνα, η οποία κατέληξε στην κατάσχεση δύο Η/Υ και εκατοντάδων εγγράφων, χωρίς να εξακριβωθεί ποτέ εάν όλα αυτά τα στοιχεία είχαν άμεση σχέση με το ερευνώμενο αδίκημα.Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εξέδωσε την απορριπτική απόφασή του επί της προσφυγής του προσφεύγοντος, με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η κατάσχεση, περίπου δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά από την έρευνα και αφιέρωσε το μεγαλύτερο τμήμα της απόφασής του στο εάν ήταν δυνατή η διεξαγωγή έρευνας και κατάσχεσης στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης.Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, οι εθνικές αρχές παρέλειψαν να δικαιολογήσουν επαρκώς την έκδοση του επίμαχου εντάλματος. Συνεπώς, η επίμαχη επέμβαση δεν ήταν ανάλογη του σκοπού της. Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.